ἀρτηρία

From LSJ
Revision as of 20:09, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτηρία Medium diacritics: ἀρτηρία Low diacritics: αρτηρία Capitals: ΑΡΤΗΡΙΑ
Transliteration A: artēría Transliteration B: artēria Transliteration C: artiria Beta Code: a)rthri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A wind-pipe, ἡ ἀ. μόλις ἀναπνεούσῃ ὑπεσύριζε Hp.Epid.7.25, cf.39, Pl.Ti.70d, Arist.HA493a8, de An.420b29; ἡτραχεῖα ἀ. (cf. 11) Timoth. ap. Meno.Iatr.8.29, v. l. in Dsc.2.50, Luc.Hist. Conscr.7, S.E.M.9.178, etc.: in pl., bronchial tubes, ἆσθμα . . περὶ στήθεα καὶ ἀρτηρίας Hp.Epid.7.12 (vulg. but prob. l. -ίην, = trachea), cf. Pl.Ti.78c; πλεύμονος ἀρτηρίαι S.Tr.1054.    II artery, as distinct from a vein, αἱ φλεβῶν καὶ ἀρτηριῶν κοινωνίαι Hp.Art.45, cf. 69; τὰς δὲ φλέβας καὶ τὰς ἀ. συνάπτειν εἰς ἀλλήλας . . τῇ αἰσθήσει φανερὸν εἶναι Arist.Spir.484a1; ἀ. λεῖαι (cf. I) Gal.UP8.1, al.; ἀ. φλεβώδης pulmonary vein, ib.6.10; believed to contain πνεῦμα by Erasistr., ib. 17, and derived fr. ἀήρ, τηρέω by Bacch. ap. Erot. s.v. ἀορτέων.    III = ἀορτή, aorta, δύο εἰσὶ κοῖλαι φλέβες ἀπὸ τῆς καρδίης, τῇ μὲν οὔνομα ἀρτηρίη τῇ δὲ κοίλη φλέψ Hp.Carn.5.    IV in pl. of the ureters, Id.Oss.10. (Contr. from ἀερτηρία, from ἀείρω 'attach' (q. v.), cf. ἀορτήρ, etc.)

German (Pape)

[Seite 361] ἡ, sc. ἀορτή, 1) Schlag-, Pulsader, Arterie, Medic. – 2) ἡ τραχεῖα, Luftröhre, Luc. conscr. hist. 7; Plut. Qu. Symp. 7, 1; ohne Zusatz, Plat. Tim. 70 d 78 c; Arist. H. A. 1, 12. 16; Dion. Hal. C. V. 14. – Allgemeiner, Soph. Tr. 1043, vom Gifte, βέβρωκε σάρκας πνεύμονάς τ' ἀρτηρίας ῥοφεῖ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτηρία: ἡ, Ἰων. -ίη, ἡ τραχεῖα ἀρτηρία, ἡ ἀρτηρίη μόλις ἀναπνεούσῃ ὑπεσύριζε Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ζ΄, 1216D, πρβλ. 1220H, Πλάτ. Τίμ. 70D, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 2, 1, περὶ Ψυχ. 2. 8, 17, κ. ἀλλ. κατὰ πληθ. οἱ βρόγχοι, ἆσθμα... περὶ στήθεα καὶ ἀρτηρίας Ἱππ. αὐτ. 1215B, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 78C: οὕτω, πνεύμονος ἀρτηρίαι Σοφ. Τρ. 1054. ΙΙ. ἀρτηρία, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὴν φλέβα, αἱ τῶν φλεβῶν καὶ ἀρτηριῶν κοινωνίαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809H, πρβλ. 832B: τὰς δὲ φλέβας καὶ τὰς ἀρτ. συνάπτειν εἰς ἀλλήλας καὶ τῇ αἰσθήσει φανερὸν εἶναι Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5. 11. - Ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς γνησιότητος τῶν πραγματειῶν, ἐξ ὧν ἐλάβομεν τὰ ἀνωτέρω χωρία, ἂν τόσον ἐνωρὶς ἦτο γνωστὴ ἡ διάκρισις τῶν ἀρτηριῶν ἀπὸ τῶν φλεβῶν. Τοῦτο ὅμως εἶναι βέβαιον, ὅτι τῆς τοιαύτης διακρίσεως οὐδεμία χρῆσις ἐγένετο. Ἐπὶ πολὺν χρόνον μετὰ ταῦτα αἱ ἀρτηρίαι ἐξηκολούθουν θεωρούμεναι ὡς ἀγωγοὶ ἀέρος καὶ φαίνεται ὅτι ἐνομίζοντο ὡς ἀποφύσεις τῆς κυρίως ἀρτηρίας, ἤτοι τῆς τραχείας, «sanguis per venas in omne corpus diffunditur, et spiritus per arterias» Κικ. Ν. D. 2. 55. Ἡ κυρίως ἀρτηρία ἔλαβε τὸ ὄνομα ἀρτηρία τραχεῖα ἢ ἡ τραχεῖα ἁπλῶς, αἱ δὲ λοιπαὶ ἐκαλοῦντο ἀρτηρίαι λεῖαι. Περὶ τοῦ ζητήματος τούτου ἐν γένει ἴδε Littré Ἱππ. 1. σ. 210-215. ΙΙΙ. = ἀορτή· δύο εἰσὶ κοῖλαι φλέβες ἀπὸ τῆς καρδίας, τῇ μὲν οὔνομα ἀρτηρίη, τῇ δὲ κοίλη φλὲψ Ἱππ. 250B· ὡσαύτως καλουμένη, ἡ ἀρτ. ἡ μεγάλη, ἡ παχεῖα, ἡ πνευματική, Greenhill Θεόφιλ. σ. 296· ἡ λέξις φαίνεται παραγομένη ἐκ τοῦ αἴρω, ὡς ἡ ἀορτὴ (πρβλ. ἀορτὴρ) ἐκ τοῦ ἀείρω. Ἀλλ’ ἡ σχέσις τῶν ἐννοιῶν φαίνεται σκοτεινή, καὶ ἡ ἀρχικὴ σημασία τῆς ἀρτηρίας συνετέλεσεν ὅπως οἱ ἀρχαῖοι ἐτυμολογῶσιν αὐτὴν ἐκ τοῦ ἀέρος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 artère ; p. ext. αἱ ἀρτηρίαι les veines;
2 conduit de l’air pour la respiration ; ἀρτηρία τραχεῖα trachée-artère.
Étymologie: αἴρω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Alim.7, etc.
medic.
I en rel. con el riego sanguíneo
1 arteria op. φλέψ Anaxag.B 10, δύναμις ... ἀπικνέεται ... ἐς φλέβα καὶ ἐς ἀρτηρίην Hp.Alim.l.c., cf. 25, αἱ δὲ φλεβῶν καὶ ἀρτηρίων κοινωνίαι Hp.Art.45, cf. 69, Epid.5.46, anón. medic. en PRyl.21.2.1.5, Dsc.2.50, M.Ant.2.2, Plu.2.130b
en rel. c. el pulso φλεβοπαλίην καλεῖ τὴν τῶν ἀρτηριῶν κίνησιν Democr.B 120, cf. Aristid.Quint.31.20, τὴν ὑποκάρπιον ἀρτηρίαν τοῖς δακτύλοις ἡρμοκὼς ἐπεσκόπει Aristaenet.1.13.29
considerada portadora de aire, Bacch. en Erot.p.19.5, cf. Erasistr. en Gal.3.494, 495, otras funciones, Arist.Spir.484a1
λεῖαι ἀ. op. τραχεῖαι (v. II 1), Gal.3.610, 611.
2 arteria aorta op. κοίλη φλέψ Hp.Carn.5, cf. Epid.2.4.1, Cord.9, 11, Oss.1, 5, Arist.HA 510a30 (cód.), μεγάλη ἀ. Hp.Cord.11, Gal.3.499.
3 vena pulmonar φλεβώδης ἀ. Gal.3.445.
II en rel. c. la respiración
1 tracoarteria, tráquea ἆσθμα ... περὶ στήθεα καὶ ἀ. Hp.Epid.7.12, ἡ ἀ. μόλις ἀναπνεούσῃ ὑπεσύριξεν la tráquea, apenas respiraba, le silbaba Hp.Epid.7.25, cf. 39, Acut.(Sp.) 10.2, Coac.499
ἀρτηρίη τρωθεῖσα Hp.Morb.2.53, cf. Int.1, ἀ. ἐξ ἑκατέρου φαρυγγέθρου τὴν ἔκφυσιν ποιευμένη ἐς ἄκρον πνεύμονος τελευτᾷ Hp.Anat.1, cf. Oss.13, Pl.Ti.78c, Arist.HA 493a8, 496a5, de An.420a29, Plu.2.60a, Gal.13.2, rel. c. la voz humana, Anon.Bellerm.43, D.H.Comp.14.8, Iambl.VP 65, 66, precisada como τραχεῖα ἀ. Tim.Met. en Anon.Lond.8.30, Gal.3.610, Luc.Hist.Cons.7.
2 vías respiratorias gener., bronquios y bronquiolos ὅ τε γὰρ πλεύμων οὐ κάρτα ἕλκει ἐς τὰς ἀρτηρίας Hp.Morb.1.22, passim, διὰ τοῦ βρόγχου καὶ τῶν ἀρτηριῶν Hp.Loc.Hom.14.2, cf. Int.23, πλεύμονός τ' ἀρτηρίας ῥοφεῖ S.Tr.1054, cf. Isid.Etym.4.7.14.
III conducto gener., prob. uréteres ἀρτηρίαι δὲ ἐκ τουτέου (νέφρου) ἐκπεφύκασιν ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ἀρτηρίης τρόπον ἔχουσαι Hp.Oss.10.

• Etimología: Deriv. de la raíz de αἴρω, q.u.

Greek Monolingual

η (AM ἀρτηρία)
όνομα των αιμοφόρων αγγείων που μεταφέρουν το αίμα από τη δεξιά κοιλία της καρδιάς στους πνεύμονες και από την αριστερή κοιλία σε όλα τα μέρη του σώματος
νεοελλ.
μεγάλη συγκοινωνιακή οδός
αρχ.
1. η «τραχεία»
2. η αορτή
3. πληθ. ουρητήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αερτηρ-ία, με συναίρεση. Η λ. αρτηρία, όπως και η σημασιολογικά παράλληλη αορτή, ανάγεται στο ρ. αείρω (ΙΙ) «συνάπτω, συνδέω». Αποτελεί δηλ. μετονοματικό παράγωγο της λ. αρτήρ, το οποίο ακολουθεί τον σχηματισμό των αφηρημένων θηλ. ουσιαστικών σε -ία. Η λ. αρτηρία ανήκει ειδικότερα στις λέξεις που δηλώνουν μέρη του σώματος και οι οποίες συνιστούν μία ομάδα συγκεκριμένων ουσιαστικών με επίθημα -ία και ίη (πρβλ. καρδία, κοιλία, λευκανίη).
ΠΑΡ. αρτηριακός, αρχ. αρτηριώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. αρτηριοτομώ
νεοελλ.
αρτηριεκτοπία, αρτηριοποιώ, αρτηριοσκλήρωση].

Greek Monotonic

ἀρτηρία: ἡ, Ιων. -ίη·
I. μεγάλη αρτηρία, σωλήνας της τραχείας, σε Πλάτ. κ.λπ.· πνεύμονος ἀρτηρίαι, αρτηρίες πνεύμονα, σε Σοφ.
II. αρτηρία, μόνο σε μεταγεν. συγγραφείς (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀρτηρία:
1) дыхательное горло, трахея Eur., Plat., Arst., Plut., Luc.;
2) артерия (φλέβες καὶ ἀρτηρίαι Arst.);
3) вообще кровеносный сосуд, жила Soph.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: artey; wind-pipe (Hp.); s. Strömberg Wortstudien 60.
Derivatives: ἀρτηρίασις bronchitis (Isid. Etym. 4, 7, 14), cf. ψωρίασις, ἐρυθρίασις.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Like the semantically comparable ἀορτή (s. 2. ἀείρω) prob. to ἀείρω bind, hang up. On the formation Chantr. Form. 81, Scheller Oxytonierung 59.