βάτραχος
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
[βᾰ], ὁ,
A frog, Batr.6,18,59, al., Hdt.4.131, etc.: prov., ὕδωρ πίνειν βάτραχος a very frog to drink, Aristopho10.3; βατράχοις οἰνοχοεῖν, of those who give what is not wanted, Pherecr.70.5; μέλει μοι τῶν τοιούτων ἧττον τῶν ἐν τοῖς τέλμασι β. Jul.Mis.358a; χλωρὸς β., of the tree-frog, Thphr.Sign.15. II = ἁλιεύς, a kind of fish, fishing-frog or sea-angler, Lophius piscatorius, Arist.GA749a23, Ael. NA13.5. III frog of a horse's hoof, Gp.16.1.9, Hippiatr.8: hence Astron., of the star β Centauri, Ptol.Alm.8.1. IV ἐσχάρας εἶδος, Hsch. V swelling under the tongue, Aët.8.39.—Dial. forms are cited by Gramm., 1 Ion. βάθρακος, cited from Hdt. (prob.4.131) by Sch.Il.4.243, Eust.1570.11, and found in PLond.1.124.31 (iv/v A. D.); Ion. also βότραχος Hp. ap. Gal.19, βρόταχος Xenoph.40 (as pr. n., GDI5577,5592). 2 βράταχος Hsch. (as pr. n., GDI5727d29). 3 Cypr. βρούχετος Hsch. 4 Phoc. βριαγχόνη Id. 5 Pontic βάβακος Id. Cf. βύρθακος, βρύτιχος.
German (Pape)
[Seite 439] ὁ, 1) Frosch, Plat. Theaet. 167 d u. sonst. – 2) ein Fisch, Meerfrosch, Arist. H.A. 1, 5. 2, 13; vgl. Ath. VII, 286 d. – 3) eine Zungenkrankheit, Medic. – 4) der hohle Theil am Pferdehuf, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
βάτραχος: [βᾰτρᾰ-], ὁ, τὸ γνωστὸν ζῷον, Βατρ. 6. 18, 59, κτλ., Ἡρόδ. 4. 131, κτλ.· - παροιμ., ὕδωρ πίνειν βάτραχος, «σωστὸς βάτραχος εἰς τὸ πίνειν», Ἀριστοφῶν Πυθ. 1. 3· βατράχοις οἰνοχοεῖν, ἐπὶ τῶν ταῦτα παρεχόντων, ὧν οὐ χρῄζουσι οἱ λαμβάνοντες, ὡς ὁ τοῦ Ὁρατίου Καλαβρὸς ξένος, Φερεκρ. Κορ. 4. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος ἐκ τῶν σελαχοειδῶν, Lophius piscatorius ἢ barbatus, καλούμενος καὶ ἁλιεύς, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 5, 3., 9. 37, 5, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. Ι. 13. 5, Πλούτ. 2. 978Α. ΙΙΙ. τὸ κοῖλον μέρος τῆς ὁπλῆς τοῦ ἵππου, Γεωπ. 16. 1, 9· ἴδε χελιδὼν ΙΙΙ. IV. νόσημα τῆς γλώσσης, ἰδίως παρὰ τοῖς παιδίοις, καλούμενον λατινιστὶ rana, ranula, Ἀέτ. – Οἱ Γραμματικοὶ ἀναφέρουσιν ἱκανοὺς τύπους τῶν διαφόρων διαλέκτων: 1) Ἰων. βάθρακος, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Ἡροδ. (πιθ. 4. 131) ὑπὸ τοῦ Σχολ. Ἰλ. Δ. 243, Εὐστ. 1570. 18· Ἰων. ὡσαύτως βότραχος ἢ βρόταχος ἐκ τοῦ Ξενοφάνους ἐν τῷ Μ. Ἐτυμ. 214. 42. 2) βράταχος, Ἡσύχ.· ὅπερ πιθανῶς γραπτέον ἐν τῇ Βατρ. 294, Μάρκελλ. Σιδ. 21. 3) Κυπρ. βρούχετος, Ἡσύχ. 4) Φωκ. βριαγχόνη καὶ βρόαγχος, ὁ αὐτ. 5) Ποντικ. βάβακος, ὁ αὐτ.· - μεθ’ ἱκανῶν ἄλλων τύπων ἀνηκόντων εἰς ἀγνώστους διαλέκτους.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 grenouille, animal;
2 grenouille de mer ou baudroie, poisson aussi appelé ἀλιεύς.
Étymologie: par dissimil. p. *βράτραχος, de *βρατρος, criard, de la R. Βρα ou Βαρ, crier.
Spanish (DGE)
(βάτρᾰχος) -ου, ὁ
• Alolema(s): jón. βάθρακος (l. a Hdt.4.131) Eust.468.33, 1570.17; βότραχος Hp. en Gal.19.89; βρόταχος Xenoph.B 40, Hsch.; βράταχος Hsch.; βόρταχος Hsch.; βρύτιχοι Hsch.; chipr. βρούχετος Hsch.; βλίταχος Hsch.
• Morfología: [plu. dat. -οισιν Pherecr.76.5]
I 1rana Hdt.l.c., Gorg.B 30, Pl.Phd.109b, Tht.167b, Batr.6.18, κἀκ τῶν σιδίων βατράχους ἐποίει Ar.Nu.881, de ranas cantoras βάτραχοι κύκνοι Ar.Ra.207
•prov. (πρὸς τὸ) ὕδωρ πίνειν β. en cuanto a beber agua, es una rana Aristopho 10.3, cf. Archestr.SHell.192, βατράχοισιν οἰνοχοεῖν echar vino a las ranas ref. a aquellos que dan lo que no se les pide, Pherecr.l.c.
•de la lluvia de ranas βατράχους (φησίν) ὗσεν ὁ θεός Heraclid.Lemb.3, cf. App.Ill.4
•como motivo ornamental en una fuente, Plu.2.399f, cf. 164a
•ἡ θεὰ τῶν βατράχων prob. Ártemis SEG 37.540.8 (Macedonia III d.C.)
•οἱ Βάτραχοι las Ranas tít. de comedia de Aristófanes, Ath.636e, de Magnes, Sch.Ar.Eq.522.
2 zool. rana de zarzal, rubeta χλωρὸς β. Thphr.Sign.15.
II ict. pejesapo, rape tb. llamado rana marina, Lophius piscatorius L., Hp.Int.12, Arist.GA 749a23, Archestr.SHell.178, IGC p.98A.21 (Beocia III/II a.C.), Ael.NA 13.5, cf. βράχος.
III ranilla parte superior del casco de un caballo Gp.16.1.9, Hippiatr.8.5
•de aquí fig. en astr. de la constelación del Centauro, Ptol.Alm.8.1 (p.162.4).
IV medic. ránula tumor blando que suele formarse bajo la lengua, Aët.8.39, Paul.Aeg.3.26.13.
V ἐσχάρας εἶδος Hsch.
• Etimología: De *βr̥ταχος cuyo origen prehelénico para unos, onomatopéyico para otros, sigue siendo objeto de debate. Las formas con βρα-, βρο-, βρυ-, βλιτ- serían las originarias, habiéndose producido en βάτραχος y βότραχος una metát. de *r̥; βάθρακος a su vez ha sufrido metát. de la aspiración.
English (Abbott-Smith)
βάτραχος, -ον, ὁ, [in LXX: Ex 8, Ps 77 (78):45 104 (105):30 (צְכַרִדֵּעַ), Wi 19:10*;]
a frog: Re 16:13.†
English (Strong)
of uncertain derivation; a frog: frog.
English (Thayer)
βατραχου, ὁ, a frog (from Homer (i. e. Battach., and Herodotus) down): Revelation 16:13.
Greek Monolingual
ο και βάθρακος, βαθρακός, βάθρακας, βαθραχός, βατρακός, βοθρακός, μποθρακός, μπουρθακλάς, σφάρδακλος, σφάρδακλας (AM βάτραχος και βάθρακος, Α και βότραχος, βρόταχος, βράταχος)
1. κοινή γενική ονομασία των άνουρων αμφιβίων
2. είδος ψαριού, βατραχόψαρο
νεοελλ.
1. αυτός που πίνει πολύ νερό («είναι σωστός βάτραχος» ή «πίνει σαν βάτραχος»)
2. φρ. «θα βρέξει ή θα ρίξει βατράχους» — θα βρέξει παρά πολύ
αρχ.
1. η κοιλότητα της οπλής του αλόγου, το βατράχιον
2. η νόσος βατράχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αρχικός τ. βάτραχος ιων.-αττ., άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται με ποικίλους τύπους τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική, οι οποίοι ερμηνεύονται ως εξής: ο ιων. τ. βάθρακος < (τ.) βάτραχος, με μετάθεση δασύτητας, το δε νεοελλ. βαθρακός < βάθρακος, με μετάθεση του τόνου, ενώ το επίσης νεοελλ. βάθρακας < βάθρακος, κατά τα σε -ας. Ο τ. βρόταχος (που απαντά στον Ξενοφ.) < ιων. βότραχος (με μετάθεση του -ρ-) < βάτραχος, ενώ το βράταχος (Ησύχ.) < βάτραχος, επίσης με μετάθεση του -ρ-. Από συμφυρμό του βότραχ- (του τ. βότραχος) και του βάθρακ- (του τ. βάθρακος) προήλθε το βοθρακ- στο βόθρακος > βοθρακός. Τέλος, οι νεοελλ. τ. μπουρθακλάς και σφάρδακλος θεωρούνται προϊόντα παρετυμολογίας.
ΠΑΡ. βατράχι (-ιον)
αρχ.
βατραχ(ε)ιούς, βατραχίς, βατραχίτης
αρχ.-μσν.
βατράχειος
νεοελλ.
βατραχένιος.
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. βατραχομυομαχία
νεοελλ.
βατραχάνθρωπος, βατραχοβότανο, βατραχοειδής, βατραχοκοίλης, βατραχονέρι, βατραχόχορτο, βατραχόψαρο].
Greek Monotonic
βάτραχος: [βᾰτρᾰ], ὁ, αμφίβιο ζώο βάτραχος, σε Βατραχομ., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
βάτρᾰχος: ион. тж. βάθρᾰκος ὁ
1) лягушка Batr. Her., Arph., Plat., Arst., Plut., Luc.;
2) рыба морской черт (Lophius piscatorius) Arst., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: frog (Hdt.). Also name of a fish Lophius piscatorius (Arist.), s. Strömberg Fischnamen 92f.).
Other forms: Ion. βάθρακος with normal displacement of aspiration (Schwyzer 269, Lejeune, Phonét. 50); βότραχος (Hp.) and βρόταχος (Xenoph. 40, s. Bechtel Dial. 3, 109); βρατάχους βατράχους H.; - βρούχετος .. βάτραχον δε Κύπριοι H. (after βρυχάομαι?, Schwyzer 182); βύρθακος βάτραχος H.; βρύτιχοι βάτραχοι μικροὶ ἔχοντες οὑράς H. (cf. βρύω?); - βριαγχόνην βάτραχον. Φωκεῖς H. (mistake?; for *βρ(α)τ-αγχ-?); βρόγχος βάτραχος H. may also be a mistake); still βλίκανος, βλίκαρος, βλίχα(ς) (H., EM, Suid.); βλίταχος (H.). - βάβακοι ὑπὸ Ήλείων τέττιγες, ὑπὸ Ποντικῶν δε βάτραχοι H. (βαβάζω, s. v.). - Mod. Gr. forms in Hatzidakis Lexikogr. Archiv (Anh. Ἀθ. 26) 48ff., also G. Meyer IF 6, 107f.
Derivatives: Demin. βατράχιον (Paus.), plant Ranunculus (Hp., Dsc., cf. Strömberg Pflanzennamen 119); βατραχίσκοι μέρος τι τῆς κιθάρας H.; on the suffixes Chantr. Form. 408. - βατραχίτης, -ῖτις (λίθος; from the colour; Plin.; s. Redard Les noms grecs en -της 53).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Several variants will be due to folketymology or taboo, and also simple phonetic variation. A priori for all these forms a local, i.e. Pre-Gr. form is to be expected. To this will point the variation α\/ο. This holds also for βαρδακος if this must be read in H. for βαρακος βάραχος (Fur. 184 A. 2; s. Latte). The form may in origin have been onomat.? (cf. Grošelj, Živa Ant. 6 (1956) 235) βρατ-αχ-, cf. βρεκεκεξ. Or even *brt-ak-, from which the forms with -υ- might come (βύρθακος, βρύτιχος). The desperate forms βριαγχόνη, βρόγχος (this form to be read for βρούχετος?) contain a (misread) prenasalized *(βρατ)αγχος, which would also point to Pre-Greek. On the χ-suffix in animal names Specht Ursprung 255. - The forms βλικ\/χ- and βάβακοι, of course, are etymologically unrelated. - For the meaning hearth Szemerényi, Gnomon 43 (1971) 660 refers to Alb. vatre.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
a frog, Batr., Hdt., etc.