Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιβρός

From LSJ
Revision as of 03:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιβρός Medium diacritics: λιβρός Low diacritics: λιβρός Capitals: ΛΙΒΡΟΣ
Transliteration A: librós Transliteration B: libros Transliteration C: livros Beta Code: libro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A = σκοτεινὸς καὶ μέλας, Hp. ap. Erot. (prob. referring to Aër.15 where διερῷ and θολερῷ codd. Hp., as epith. of ἠήρ) ; νύξ expld. as either dark or (cf. λιβάς) dewy night, EM564.49; λιβρὸν σέλας Trag.Adesp.232; ὀλὸς λ. either black or dripping blood, AP 15.25.1 (Besant.); cf. λιμβρός.

German (Pape)

[Seite 42] (λείβω), wie λιβηρός, triefend, feucht, VLL.; λιβρὸς ἱρῶν λιβάδεσσιν, Dosiad. ar. 1 (XV, 25); – auch = trüb, dunkel, vielleicht von den Regenwolken hergenommen, Hippocr.; νύξ, E. M. 564, 49.

Greek (Liddell-Scott)

λιβρός: -ά, -όν, (λείβω) δίυγρος, στάζων ἐκ τῆς πολλῆς ὑγρασίας, Ἀνθ. Π. 15. 25· πρβλ. λιβηρός. ΙΙ. σκοτεινός, κατηφής, πιθ. ὡς ἐκ τῶν νεφῶν τῶν ἀπειλούντων βροχήν, νὺξ Ἐτυμολ. Μέγ. 564. 49· ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. κατὰ τὸν Ἐρωτιαν. σ. 242, καὶ παρὰ τοῖς Τραγ. κατὰ τὸν Φώτιον· πρβλ. λιμβρός.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 qui coule goutte à goutte, humide de rosée;
2 humide, froid, sombre.
Étymologie: λίβος.

Greek Monolingual

λιβρός, -ά, -όν (Α)
σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός (α. «λιβρὰ νύξ» — ζοφερή νύχτα, ΕΜ
β. «ὀλὸς λιβρός» — μαύρο αίμα, Ανθ. Παλ. γ. «λιβρὸν σέλας» — αμυδρό σέλας, Τραγ. αδεσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από θ. λιβ- (πρβλ. λίψ, λιβός) του λείβω και συνδέεται με το λατ. liveo «είμαι ωχρός, φαιός»].

Greek Monotonic

λιβρός: -ά, -όν (λείβω), υγρός, αυτός που στάζει απ' την υγρασία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λιβρός: капающий, струящийся (ὀλός Anth.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of ὀλός ('turbid liquidity' AP 15, 25, 1), of νύξ (EM 564, 49 : dark or humid), of σέλας (Trag. Adesp. 232); by Erot. explained as σκοτεινὸς καὶ μέλας (to Hp. Aër. 15, where codd. διερῳ̃ and θολερῳ̃, of ἠήρ?).
Other forms: with nasal λιμβρός (EM564, 52; Suid.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: "The usual connection with λείβω presupposes a semantic shift which is possible with this poetic and rare word." (Frisk). Fur. 287 n. 68 notes that the prenasalization could be due to late-Greek\/Byzantine nasalization. (I see nothing in Fur. 240, 287: comparison with λιαρός.)

Middle Liddell

λιβρός, ή, όν λείβω
dripping, wet, Anth.