Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γογγύλος

From LSJ
Revision as of 13:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γογγύλος Medium diacritics: γογγύλος Low diacritics: γογγύλος Capitals: ΓΟΓΓΥΛΟΣ
Transliteration A: gongýlos Transliteration B: gongylos Transliteration C: goggylos Beta Code: goggu/los

English (LSJ)

[ῠ], η, ον,

   A = στρογγύλος, round, A.Fr.199.7, S.Ichn.297, Pl.Cra.427c; [μᾶζα] Ar.Pax28; λίθος ἄθετος IG12.372.22; ἐλαῖαι Plb. 12.2.4: Comp. -ώτερος Ath.4.139a.    2 = σκληρός, Hsch.    II Subst. γόγγῠλος, ὁ, (proparox. acc. to Hdn.Gr.1.164) = κόνδυλος, Sch.Lyc.435.    2 = ὄλυνθος, Nic.Th.855. (Redupl. form from root of γαυλός, γύλιος, etc.)

German (Pape)

[Seite 500] = στρογγύλος, rund, Plat. Crat. 427 c u. bei Ath. u. a. Sp.; λίθος Schol. Ar. Pax 28; Inscr. 160, 2; Galen. auch γογγύλιος

Greek (Liddell-Scott)

γογγύλος: [ῠ], η, ον,= στρογγύλος, κυκλοτερής, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182· μᾶζα γογγύλη Ἀριστοφ. Εἰρ. 28· λίθος γ. Συλλ. Ἐπιγρ. 160 α. 22, πρβλ. Bückh σ. 274. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γόγγυλος, ὁ, (προπαροξ. κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 56) = κόνδυλος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 435· (γογγύλη χεὶρ παρ’ Εὐδοκ.)

French (Bailly abrégé)

η, ον :
rond, arrondi.
Étymologie: DELG rien de sûr.

Greek Monolingual

(I)
ο
γένος Εντόμων της οικογένειας Mantidae (τάξη Ορθόπτερων).
(II)
γογγύλος, -η, -ον (Α)
στρογγυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε IE gong- /geng-. To επίθημα -ύλος απαντά σε τύπους με παρεμφερή σημασία (πρβλ. αγκύλος, καμπύλος, στρογγύλος). Δυνατόν να υποτεθεί τ. γογγρός «στρογγυλός», που δίνει τον τ. γογγύλος (πρβλ. Αισχύλος -αισχρός). Τέλος, ο τ. γογγύλος μπορεί να συσχετιστεί με το νορβ. kọkkr «όγκος», γερμ. kankuz, λιθ. gungulӯs «τόπι, μπάλα»].

Greek Monotonic

γογγύλος: [ῠ], -η, -ον = στρογγύλος, κυκλικός, στρογγυλός, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

γογγύλος: (ῠ) шарообразный, круглый (πέτρα Aesch. - v. l. στρογγύλος; sc. μάζα Arph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: round (A.).
Derivatives: Substantivized (with change of stress) γόγγυλος "the round one" = κόνδυλος, the clenched fist (Sch.), ὄλυνθος, wild fig (Nic.). γογγυλίς (Com.), γογγύλη (Str.) rape, also round bread (Ar.), γογγυλίδιον pill (medic.); γογγυλώδης round (Sch.); denom. γογγύλλω make round (Porson Ar. Th. 56 for γογγυλίζω after γογγύλ<λ>ειν συστρέφειν H.); γογγυλεύματα στρογγυλεύματα H. - Isolated γογγυλάτης hurling balls of fire? epith. of Zeus (Lyc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Beside γογγύλος stands στρογγύλος id. (cf. ἀγκύλος, καμπύλος). - If γογγύ-λος was based on an u-stem, this is perh. found in ON kǫkkr clump, PGm. *kanku-z, < *gongu-s . Connection with γιγγίς, γιγγίδιον a kind of rape (s. vv.) < *γεγγίς seems not probable. Comparison with Lith. gungulỹs ball also is rather useless. Reconstruction of IE *geng-, gong-, gn̥g- clump, ball (Pok. 379) is of doubtful value; most words are Germanic and would mean bend.

Middle Liddell

= στρογγύλος [deriv. uncertain]
round, Ar.