πολυόμματος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον,
A many-eyed, of Argus, Luc.DDeor.3.1.
German (Pape)
[Seite 667] vieläugig, Argos, Luc. D. D. 3, 1.
Greek (Liddell-Scott)
πολυόμμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ὄμματα, πολλοὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Λουκ. Θεῶν, Δ. 3. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a beaucoup d’yeux.
Étymologie: πολύς, ὄμμα.
Greek Monolingual
ο / πολυόμματος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει πολλά μάτια (α. «βουκόλον τίνα πολυόμματον Ἄργον τοὔνομα ἐπέστησεν», Λουκιαν.
β. «τὰ πολυόμματα Χερουβίμ καὶ τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ», Μέγ. Βασ.)
2. ονομασία ξεχωριστής τάξης τών αγγελικών δυνάμεων («ἡ δύναμις τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν πολυομμάτων», Ρωμ. Μελ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -όμματος (< ὄμμα, -ατος «μάτι»), πρβλ. γλαυκ-όμματος].
Greek Monotonic
πολυόμμᾰτος: -ον (ὄμμα), αυτός που έχει πολλά μάτια, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυόμματος -ον [πολύς, ὄμμα] met vele ogen.
Russian (Dvoretsky)
πολυόμμᾰτος: многоокий (Ἄργος Luc.).