ἐπαφρόδιτος

From LSJ
Revision as of 17:28, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαφρόδῑτος Medium diacritics: ἐπαφρόδιτος Low diacritics: επαφρόδιτος Capitals: ΕΠΑΦΡΟΔΙΤΟΣ
Transliteration A: epaphróditos Transliteration B: epaphroditos Transliteration C: epafroditos Beta Code: e)pafro/ditos

English (LSJ)

ον, (Ἀφροδίτη)

   A lovely, fascinating, charming, of persons, Hdt.2.135, Aeschin.2.42; of things, ἔπη καὶ ἔργα X.Smp.8.15 (Comp., codd.); ποίησις Isoc.10.65: Sup. -ότατος X.Hier.1.35. Adv. -τως, γράφειν D.H.Lys.11, cf. Alciphr.2.1, Philostr. VA6.3.    II used to translate Sulla's epithet Felix, favoured by Venus, i.e. fortune's favourite (metaph. from the dice), Plu.Sull.34, App.BC1.97.    III gracious, ἡγεμονία PRyl.77.36 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 907] liebreizend, liebenswürdig, anmuthig; von einer Frau, Her. 2, 135; ἄνθρωπ ος ἡδὺς καὶ ἐπ. Aesch. 2, 42; φιλία ἐπαφροδιτοτέρα Xen. Conv. 8, 15; Sulla nannte sich griechisch ἐπαφρόδιτος, felix, von der Aphrodite begünstigt, Plut. Sull. 34; App. B. C. 1, 97. – Adv., γράφειν ἡδέως καὶ ἐπαφροδίτως D. Hal. Lys. 11; ὑποδέχεσθαι τινα Alciphr. 2, 1; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαφρόδῑτος: -ον, (Ἀφροδίτη) θελκτικός, ἐπίχαρις, κομψός, Λατ. venustus, ἐπὶ προσ., Ἡρόδ. 2. 135, Αἰσχίν. 33. 35· ἐπὶ πραγμ., Ξεν. Συμπ. 8, 15, Ἰσοκρ. 219A· ὑπερθ. -ότατος ὁ αὐτὸς ἐν Ἱέρωνι 1. 35: - Ἐπίρρ. ἐπαφροδίτως, γράφειν ἡδέως καὶ κεχαρισμένως καὶ ἐπαφροδίτως Διον. Ἁλ. π. Λυσίου 11, σ. 477. 8. II. ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ ἐπιθέτου τοῦ Σύλλα Felix, εὐνοούμενος ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης, ὅ ἐ. ὁ εὐνοούμενος τῆς τύχης (μεταφ. ἐκ τοῦ παιγνιδίου τῶν κύβων), Πλουτ. Σύλλ. 34, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 97. III. ὡς κύριον ὄνομα ἐνίοτε συναιρεῖται εἰς τὸ Ἐπαφρᾶς, ᾶ, ἴδε Βεντλέϋον ἐν Ἐπιστολῇ πρὸς Mill. σ. 82 (347).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui inspire l’amour, aimable, charmant;
2 traduct. du lat. Felix surn. de Sylla ; favori de la Fortune, càd de Vénus au jeu de dés.
Étymologie: ἐπί, Ἀφροδίτη.

Greek Monolingual

-η, -ο ἐπαφρόδιτος, -ον (Α) Αφροδίτη
1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ευνοήθηκε από την Αφροδίτη, γοητευτικός, θελκτικός, χαριτωμένος, κομψόςοὕτως ἡδὺν οὐδ' ἐπαφρόδιτον ἄνθρωπον ἑωρακώς εἴη», Αισχίν.)
2. (για ενέργεια ή κατάσταση) φιλάνθρωπος, ευνοϊκός
3. (ως επίθ. του Σύλλα κατά μετφρ. του Felix)
ευνοημένος από την Αφροδίτη, ευτυχής («ἑαυτὸν Ἐπαφρόδιτον ἀνηγόρευε», Πλούτ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαφρόδιτον
η χάρη, η ομορφιά, η γοητεία.
επίρρ...
ἐπαφροδίτως
με χάρη, με γλυκύτητα, χαριτωμένα.

Greek Monotonic

ἐπαφρόδῑτος: -ον (Ἀφροδίτη),
I. κομψός, γοητευτικός, Λατ. venustus, λέγεται για πρόσωπα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. χρησιμ. ως μετάφραση του επιθ. του Σύλλα Felix, ο ευνοούμενος, ο αγαπημένος, ο προστατευόμενος της Αφροδίτης, δηλ. ο ευνοούμενος της τύχης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαφρόδῑτος:
1) внушающий любовь, милый, прелестный (Ῥοδῶπις Her.; ἔπη καὶ ἔργα Xen.; ἄνθρωπος Aeschin.);
2) любимый Афродитой, т. е. счастливый (соотв. лат. Felix - прозвище, принятое Суллой) Plut.

Middle Liddell

ἐπ-αφρόδῑτος, ον Ἀφροδίτη
I. lovely, charming, Lat. venustus, of persons, Hdt., etc.
II. used to translate Sulla's epithet Felix, favoured by Venus, i. e. fortune's favourite, Plut.