πρόπειρα
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ἡ,
A previous trial or venture, ἐν Ἀθηναίοισι τὴν πρόπειραν ποιέεσθαι, Lat.periculum facere in . ., Hdt.9.48; π. ποιεῖσθαι εἰ . . Th.3.86; π. τινὸς λαμβάνειν Ael.NA8.22; of a trial in athletic exercises, IG14.1102.16 (pl.).
German (Pape)
[Seite 739] ἡ, Vorversuch, vorläufiger Versuch; τὴν πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, Her. 9, 48; Thuc. 3, 86; Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπειρα: ἡ, προτέρα δοκιμὴ ἢ ἀπόπειρα, πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, λατ. periculum facere in..., Ἡρόδ. 9. 48· πρ. ποιεῖσθαι εἰ..., Θουκ. 3. 86· πρ. τινος λαμβάνειν Αἰλ. π. Ζ. 8, 22· ἐπὶ δοκιμῆς ἐν ἀθλητικοῖς γυμνασίοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 5913. 16, πρβλ. 2374. 23.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
essai ou épreuve préliminaire : πρόπειραν ποιεῖσθαι HDT, λαμβάνειν ÉL faire auparavant une expérience.
Étymologie: πρό, πεῖρα.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. απόπειρα, δοκιμή που προηγείται
2. προπόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πείρα «αγώνας, προσπάθεια» (πρβλ. από-πειρα, κατά-πειρα)].
Greek Monotonic
πρόπειρα: ἡ, προηγούμενη δοκιμασία ή εγχείρημα, πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, Λατ. periculum facere in..., σε Ηρόδ.· πρόπειρα ποιεῖσθαι εἰ..., σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρό-πειρα -ας, ἡ proef vooraf:. πρόπειραν ποιούμενοι εἰ van tevoren proberend of Thuc. 3.86.4.
Russian (Dvoretsky)
πρόπειρα: ἡ предварительная попытка, первый опыт Thuc.: πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι Her. сделать первый опыт на ком(чем)-л.
Middle Liddell
πρό-πειρα, ἡ,
a previous trial or venture, πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, Lat. periculum facere in . . , Hdt.; πρ. ποιεῖσθαι εἰ . . , Thuc.