ἀκροσφαλής
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ές, (σφάλλω)
A apt to trip, unsteady, Plu.2.713b; ἀ. πρὸς ὑγίειαν precarious in health, Pl.R.404b; ἀ. οὐσίαι insecure, Phld.Oec.p.47 J.; ψυχὴ ἐν εὐτυχίᾳ ἀ. Max.Tyr.5.2. Adv. -ῶς, διακεῖσθαι Phld.Oec.p.49 J.; ἔχειν Plu. 2.682d. II Act., apt to throw down, slippery, dangerous, Plb. 9.19.7.
German (Pape)
[Seite 85] ές, 1) zum Fallen geneigt, ἴχνος Nic. Al. 242; mit εὐκίνητος verb. Plut. S. N. V. 19; gew. übertr., πρὸς ὑγίειαν Plat. Rep. III, 404 b, von wankender Gesundheit; πρὸς ὀργήν, zum Zorne geneigt, Plut. de adul. et am. 41; πρὸς πάθος Symp. 1, 4. – 2) zum Fallen bringend, von Leitern, Polyb. 9, 19, 7. – Adv. -λῶς, z. B. ἔχειν Plut. Symp. 5, 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροσφᾰλής: -ές, (σφάλλω) ὑποκείμενος εἰς τὸ σφάλλεσθαι, προσπταίειν, ἀσταθής, Πλούτ. 2. 713Β· ἀκρ. πρὸς ὑγίειαν = ἐπισφαλής, Πλάτ. Πολ. 404Β: - οὕτω καὶ ἐν ἐπιρρ., ἀκροσφαλῶς ἔχειν, Πλούτ. 2. 682D. II. ἐνεργ., ἱκανὸς νὰ καταρρίψῃ τινά, ὀλισθηρός, ἐπικίνδυνος, Πολύβ. 9. 19, 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 sujet à tomber, chancelant, avec πρός et l’acc.;
2 enclin à.
Étymologie: ἄκρος, σφάλλω.
Spanish (DGE)
(ἀκροσφᾰλής) -ές
I 1vacilante, inseguro, precario ἀ. πρὸς ὑγίειαν Pl.R.404b, ἴχνος Nic.Al.242, οὐσίαι Phld.Oec.15.30, cf. Phryn.PS 32
•que cae fácilmente, propenso πρὸς ὀργήν Plu.2.68d.
2 resbaladizo κλίμακες Plb.9.19.7.
II adv. -ῶς inestablemente, precariamente διακεῖσθαι Phld.Oec.16.18, ἔχειν Plu.2.682c.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκροσφαλής)
αυτός που κινδυνεύει να πέσει, ο μη σταθερός, επισφαλής αβέβαιος
άρχ. ο ικανός να επιφέρει πτώση, ολισθηρός, επικίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -σφαλὴς < ἐσφάλην, σφάλλω.
Greek Monotonic
ἀκροσφᾰλής: -ές (σφάλλω), επιρρεπής στο λάθος, ασταθής, επισφαλής, αβέβαιος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροσφᾰλής:
1) неустойчивый, шаткий (αἱ κλίμακες Polyb.): ἀ. πρὸς ὑγίειαν Plat. шаткого здоровья; προς οὐδὲν ἀ. Plut. стойкий, невозмутимый;
2) склонный, подверженный (πρός τι Plut.).
Middle Liddell
σφάλλω
apt to trip, unsteady, precarious, Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκροσφαλής -ές ἄκρος, σφάλλω die makkelijk valt, alleen overdr.
1. wankel, niet constant :. ἀ. πρὸς ὑγίειαν met wankele gezondheid Plat. Resp. 404b.
2. die snel vervalt tot iets, met πρός + acc. : ἀ. πρὸς ὀργάς die makkelijk kwaad wordt Plut. Phoc. 2.2.