ὀπτός
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
(A), ή, όν,
A roasted, broiled, σῖτός τε κρέα τ' ὀπτά Od.22.21, cf. 16.443 ; νῶτα βοὸς . . ὄπτ' ἐν χερσὶν ἑλών 4.66 ; σάρκες A.Ag.1097 ; ἑφθὰ καὶ ὀπτά boiled meats and roast, E.Cyc.358 (lyr.), cf. Hdt.2.77, Pl.R.404c. 2 baked, βοῦν καὶ ἵππον . . ὀπτοὺς ἐν καμίνοισι Hdt.1.133 ; of bread, Id.2.92 ; of fish, PCair.Zen.66.8 (iii B. C.) ; also of bricks and pottery, baked, burned, Hdt.1.180, 186, X.An.2.4.12, PAmh.2.99(a)9(ii A. D.), etc.; of soil, parched, X.Oec.16.13: Sup. ὀπτότατος best dressed or done, Cratin.143. 3 of iron, forged, tempered, S. Ant.475. 4 scorched, τὰ ὑπέρθυρ' ὀπτά Herod.2.65.
ὀπτός (B), ή, όν, (ὁράω, ὄψομαι)
A visible, Luc.Lex.9, Ath.8.338c.
German (Pape)
[Seite 364] 1) gebraten, gebacken; κρέας, Od. 16, 443 u. öfter; ὀπτάς τε σάρκας, Aesch. Ag. 1068; ἑφθὰ καὶ ὀπτά, Eur. Cycl. 357; ἄρτος, Her. 2, 92 u. A.; auch im superl., ὀπτότατος, Cratin. bei Ath. IX, 385 c; – vom Eisen, das im Feuer glühend gemacht ist, Soph. Ant. 471; – οὔτε ἑφθοῖς κρέασιν, ἀλλὰ μόνον ὀπτοῖς, Plat. Rep. III, 404 c; – πλίνθοι ὀπταί, Backsteine, Xen. An. 2, 4, 12, wie Hdn. 7, 5; ὀπτὸς πρὸς ἥλιον, an der Sonne gedörrt, Xen. Oec. 16, 12. – 2) (vom Folgdn) gesehen, Luc. Lexiph. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτός: -ή, -όν, «ψητός», σῖτός τε κρέας τ’ ὀπτὰ Ὀδ. Χ. 21, πρβλ. Π. 443· νῶτα βοὸς ...ὄπτ’ ἐν χερσὶν ἑλὼν Δ. 66. σάρκες Αἰσχύλ. Ἀγ. 1097· ἐφθὰ καὶ ὀπτά, κρέατα βραστὰ καὶ «ψητά», Εὐρ. Κύκλ. 358, πρβλ. Ἡρόδ. 2.77, Πλάτ. Πολ. 404C. 2) «ψητὸς» ἐν κλιβάνῳ, βοῦν καὶ ἵππον... ὀπτοὺς ἐν καμίνοισι Ἡρόδ. 1. 133· ἐπὶ ἄρτου, ὁ αὐτ. 2. 92· ὡσαύτως ἐπὶ πλίνθων ἢ ἀγγείων πηλίνων, «ἐψημένος», ὁ αὐτ. 1. 180. 186, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 12, πρβλ. Οἰκ. 16, 13, καὶ ἴδε ὀπτάω· ― ὑπερθ. ὀπτότατος, ἄριστα ὠπτημένος, Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 5. 3) καθόλου, διὰ πυρὸς παρεσκευασμένος, ἐπὶ σιδήρου, ἐσφυρηλατημένος, βεβαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 475. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ ἑφθὸς (ἕψω), δηλ. ΠΕΠ, ἂν καὶ τῶν δύο τύπων ἡ χρῆσις περιωρίσθη εἰς ἰδιαιτέραν σημασίαν: πρβλ. ὀπτάω, καὶ τὸ πέσσω ὅπερ εἶναι ἐν χρήσει ὡς τὸ ὀπτάω). ― Ἴδε Κόντου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 204.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
1 rôti, grillé;
2 p. ext. cuit : πρὸς τοῦ ἡλίου XÉN desséché par le soleil.
Étymologie: cf. ἕψω.
2ή, όν :
visible.
Étymologie: ὄπτομαι.
English (Autenrieth)
(root πεπ, πέσσω): roasted, broiled. (Od.)
Spanish
English (Strong)
from an obsolete verb akin to hepso (to "steep"); cooked, i.e. roasted: broiled.
English (Thayer)
ὀπτη, ὀπτον (ὀπτάω (to roast, cook)), cooked, broiled: Homer down.)
Greek Monolingual
(I)
ὀπτός, -ή, -όν (Α)
ορατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οπ- (βλ. λ. όπωπα) + κατάλ. -τός (πρβλ. μνη-τός)].
(II)
-ή, -ό (Α ὀπτός, -ή, -όν)
αυτός που έχει υποστεί όπτηση, ψητός, ψημένος («σῑτός τε κρέα τ' ὀπτά», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
φρ. «οπτή γη» — ψημένος πηλός, τερακότα
αρχ.
1. αυτός που έχει ψηθεί σε κλίβανο (α. «βοῡν καὶ ἵππον... ὀπτοὺς ἐν καμίνοισι», Ηρόδ.
β. «ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι ὀπτῇσι», Ηρόδ.)
2. (για τη γη) αποξηραμένος, αποστραγγισμένος από τις ηλιακές ακτίνες
3. (για σίδερο) παρασκευασμένος με τη χρήση φωτιάς, σφυρηλατημένος
4. καμένος, καψαλισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (ә3pkw-) του ρ. πέσσω (< (ә3)p-ekw-, βλ. λ. πέσσω) με επίθημα -to-. Η άποψη ότι η λ. ὀπτός συνδέεται με το ὀβελός δεν θεωρείται πιθ. Η χρήση της λ. ὀπτός (ΙΙ) και τών ομορρίζων της υποχώρησε νωρίς πιθ. λόγω της ύπαρξης της μεγάλης οικογένειας του ομόηχου ὀπτός (Ι) «ορατός» (βλ. λ. όπωπα)].
(III)
ὀπτός, -ή, -όν (Μ)
ώριμος.
Greek Monotonic
ὀπτός: -ή, -όν,
1. ψημένος, ψητός στα κάρβουνα ή στη σχάρα, σε Ομήρ. Οδ.· ἑφθὰ καὶ ὀπτά, βραστά και ψητά κρέατα, σε Ευρ.
2. ψητός στο φούρνο, σε κεραμικές εστίες, σε Ηρόδ.
3. λέγεται για το σίδερο, σφυρήλατο, πυρακτωμένο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀπτός: ἕψω
1) жареный (κρέας Hom.; βρώματα Plut.; ἰχθύς NT);
2) печеный (ἄρτος Her.);
3) обожженный (πλίνθος Xen.);
4) сушеный, высушенный (ὕλη πρὸς τοῦ ἡλίου ὀπτή Xen.);
5) каленый, закаленный (ὁ σίδηρος ὀ. ἐκ πυρός Soph.).
ὄψομαι видимый, зримый Luc.
Middle Liddell
ὀπτός, ή, όν
1. roasted, broiled, Od.; ἑφθὰ καὶ ὀπτά boiled meats and roast, Eur.
2. baked, Hdt.
3. of iron, forged, tempered, Soph.