θαιρός

From LSJ
Revision as of 14:45, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαιρός Medium diacritics: θαιρός Low diacritics: θαιρός Capitals: ΘΑΙΡΟΣ
Transliteration A: thairós Transliteration B: thairos Transliteration C: thairos Beta Code: qairo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pivot of a door or gate, ῥῆξε δ' ἀπ' ἀμφοτέρους θαιρούς Il. 12.459, cf. Q.S.3.27, Agath.1.10.    II axle of a chariot, S.Fr. 596. (Perh. for θϝᾰρ-yos, cf. θύρα.)

German (Pape)

[Seite 1181] ὁ, die Thürangel, Il. 12, 459, VLL. στροφεύς, die nach Hesych. von oben nach unten ging, ὁ διήκων ἀπὸ τοῦ ἄνω μέρους ἕως κάτω στροφεύς, Qu. Sm. 3, 27 heißt es πύλας δ' εἰς οὖδας ἔρεισε θαιρῶν ἐξερύσας, nachdem er sie aus den Angeln gerissen hatte. – Nach Poll. 1, 144 am Wagen die Eckhölzer, in welche die Seiten des Wagenkastens eingefügt sind, u. die Seitenstücke selbst, = θαιραῖα ξύλα, ibd. 253, vielleicht Wagenrungen. – Bei Soph. fr. 538 die Achse des Wagens.

Greek (Liddell-Scott)

θαιρός: ὁ, (ἴδε θύρα) ὁ στρόφιγξ θύρας, ῥῆξε δ’ ἀπ’ ἀμφοτέρους θαιροὺς Ἰλ. Μ. 459, Κόϊντ. Σμ. 3. 27. ΙΙ. ὁ ἄξων ἅρματος, Σοφ. Ἀποσπ. 538· ― θαιραῖα ξύλα, ξύλα, ὧν χρῆσις ἐγίνετο πρὸς κατασκευὴν θαιρῶν, Πολυδ. Α΄, 144, 253.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gond d’une porte.
Étymologie: pour *θαριός de *θϜαριός, cf. θύρα.

English (Autenrieth)

hinge, pl., Il. 12.459†. (See cuts from Egyptian originals; also under ἐπιβλής, No. 35.)

Greek Monolingual

ό (Α θαιρός)
νεοελλ.
1. τεχνολ. μοχλός ή άξονας που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση κινητών τμημάτων ενός οχήματος
2. ναυτ. η βελόνη ή ο πείρος που χρησιμοποιείται για την προσαρμογή και σταθεροποίηση περίστρεπτων εξαρτημάτων («θαιρός του πηδαλίου» — το εξάρτημα με το οποίο το πηδάλιο προσαρμόζεται στο ποδόστημα του πλοίου
αρχ.
1. η στρόφιγγα, ο ρεζές της θύρας
2. άξονας τροχού άμαξας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη η λ. προέρχεται από θFaρ-ıό-ς, που θεωρήθηκε ως συνθ. του θύρα και του ιέναι «έρχομαι». Πιθ. παράγωγο του θύρα.

Greek Monotonic

θαιρός: ὁ, ο μεντεσές της πόρτας ή της θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

θαιρός:
1) дверной крюк, дверной шип: ῥῆξε δ᾽ ἀπ᾽ ἀμφοτέρους θαιρούς Hom. (ударом камня Гектор) сбил оба крюка;
2) ось повозки Soph.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: pivot of a door (Μ 459, Q. S., Agath.), also axle of a chariot (S. Fr. 596)
Compounds: θαιροδύται οἱ ἐν τῳ̃ ζυγῳ̃ δακτύλιοι, δι' ὧν οἱ ῥυτῆρες H.
Derivatives: θαιραῖος (Poll.);
Origin: IE [Indo-European] [278] *dʰuer- door
Etymology: Technical term. Acc. to Brugmann (IF 17, 356ff.) from *θϜαρ-ιό-ς, IE *dhu̯r̥-i̯ó-, as Türgänger, from θύρα (s. v.) and ἰέναι go (?). Rather the suffix -i̯o-. Norw. dial. darre Türangel, small standard in the corner of a sledge (Falk-Torp Wb. 1, 178); at best remotely related.

Middle Liddell

θαιρός, ὁ,
the hinge of a door or gate, Il.

Frisk Etymology German

θαιρός: {thairós}
Grammar: m.
Meaning: Türangel, drehbarer Türzapfen (Μ 459, Q. S., Agath.), auch Wagenachse (S. Fr. 596) mit θαιραῖος (Poll.); dazu θαιροδύται· οἱ ἐν τῳ̃ ζυγῳ̃ δακτύλιοι, δι’ ὧν οἱ ῥυτῆρες H.
Etymology : Technischer Ausdruck ohne Etymologie. Nach Brugmann (z. B. IF 17, 356ff.) aus *θϝαριός, idg. *dhu̯r̥-i̯ó-, eig. "Türgänger’’, Zusammenbildung aus θύρα (s. d.) und ἰέναι gehen (?). Norw. dial. darre Türangel, kleiner Ständer in der Ecke eines Schlitten, von Falk-Torp Wb. 1, 178 mit θαιρός identifiziert, kann höchstens damit entfernt verwandt sein.
Page 1,647