ὑπερβαλλόντως

From LSJ
Revision as of 09:30, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβαλλόντως Medium diacritics: ὑπερβαλλόντως Low diacritics: υπερβαλλόντως Capitals: ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝΤΩΣ
Transliteration A: hyperballóntōs Transliteration B: hyperballontōs Transliteration C: ypervallontos Beta Code: u(perballo/ntws

English (LSJ)

v. sq. A. 11.5.

German (Pape)

[Seite 1192] adv. part. praes. act. von ὑπερβάλλω, übermäßig; Plat. Rep. VI, 492 b u. öfter; im Ggstz von μετρίως, Isocr. 1, 28; Pol. 16, 24, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβαλλόντως: ἰδὲ τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 5. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβαλλόντως, λίαν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière excessive ou extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβάλλω.

English (Strong)

adverb from present participle active of ὑπερβάλλω; excessively: beyond measure.

English (Thayer)

(from the participle of the verb ὑπερβάλλω, as ὄντως from ὤν), above measure: Xenophon, Plato, Polybius, others.)

Greek Monolingual

ὑπερβαλλόντως ΝΜΑ
επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ' υπερβολήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβάλλων, -οντος, μτχ. ενεστ. του ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

ὑπερβαλλόντως: επίρρ. του επόμ., υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβαλλόντως: сверх меры; чрезвычайно, крайне Xen., Plat., Isocr., Polyb.

Middle Liddell

[adverb of ὑπερβάλλω
exceedingly, Plat.

Chinese

原文音譯:ØperballÒntwj 虛胚而-巴朗拖士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:在上面-投 正如
字義溯源:過度地,過量地,過重的,無限的;源自(ὑπερβάλλω)=投出超過正常的標準),由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 是過量的(1) 林後11:23

English (Woodhouse)

exceedingly, vastly

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search