ἐλάττωμα
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ατος, τό,
A inferiority, disadvantage, D.18.237, Phld.Rh.2.29S.; ἐ. ποιεῖν Plb.6.16.3. 2 loss, defeat, IPE 12.32B15 (pl., Olbia, iii B.C.), Plb.1.32.2, Onos.32.8 (pl.), etc. 3 defect, κατὰ τὴν ὄψιν D.H.5.23; περὶ τὴν λέξιν Id.Th.35; τὰ τῶν παιδικῶν ἐ. Chor.inRh.Mus.49.510; δωματικὰ ἐ. Hierocl.p.49A., cf. Phld.Ir.p.52 W., al., Iamb.Protr.20 (v. ἐλάσσωμα).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάττωμα: τό, μειονέκτημα, Δημ. 306. 12. 2) ἀπώλεια, ἧττα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15, Πολύβ. 1 32. 2. κτλ. 3) ἐλάττωμα, ὡς καὶ νῦν, κατὰ τὴν ὄψιν Διον. Ἁλ. 5. 23.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἐλάσσωμα.
Greek Monolingual
το (AM ἐλάττωμα)
1. μειονέκτημα
2. μειονέκτημα, σωματική ατέλεια («σωματικό ελάττωμα», «ἐλάττωμα περὶ τὴν ὄψιν», «ἐλάττωμα περὶ τὴν λέξιν»)
3. μειονέκτημα, ψυχική ή ηθική κατωτερότητα («το ελάττωμα της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)
μσν.
(για περιουσιακά στοιχεία) κατάχρηση
αρχ.
απώλεια, ήττα.
Greek Monotonic
ἐλάττωμα: -ατος, τό (ἐλαττόω), μειονέκτημα, ελάττωμα, αδυναμία, σε Δημ.
Middle Liddell
ἐλάττωμα, ατος, τό, ἐλαττόω
a disadvantage, Dem.