ἑτερότροπος

From LSJ
Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερότροπος Medium diacritics: ἑτερότροπος Low diacritics: ετερότροπος Capitals: ΕΤΕΡΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: heterótropos Transliteration B: heterotropos Transliteration C: eterotropos Beta Code: e(tero/tropos

English (LSJ)

ον,

   A of different sort or fashion, κακόν Ar.Th.724; γαλεῶν ἑ. φῦλα Opp.H.1.379; various, τύχης ἑ. ὁρμή AP9.768 (Agath.), cf. Nonn.D.2.669, 7.7.

German (Pape)

[Seite 1051] von anderer Art u. Weise, ἐπὶ κακὸν ἑτερότροπον ἐπέχει τις τύχη Ar. Th. 725; übh. verschieden, sp. D., bes. Nonn., z. B. τύχης ἑτερότροπα κύματα D. 2, 670; ähnl. τύχης ἑτερότροπος ὁρμή Paul. Sil. 69 (IX, 768), was auch "sich auf die andere Seite hin wendend" erklärt wird.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερότροπος: -ον, διαφόρου τρόπου, διαφόρου εἴδους, κακόν ἑτερότροπον Ἀριστοφ. Θεσμ. 724· γαλεῶν ἑτ. φῦλα Ὀππ. Ἁλ. 1. 379. ΙΙ. ὁ κατ’ ἄλλην διεύθυνσιν, τρεπόμενος, ἀβέβαιος, τύχης ἑτ. ὁρμή Ἀνθ. Π. 9. 768, πρβλ. Νόνν. Δ. 2. 669., 7. 7. - Ἐπίρρ. ἑτεροτρόπως, ἑτέρῳ τρόπῳ, Καισάρ. 1149, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 201Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une manière différente, d’autre sorte ; différent.
Étymologie: ἕτερος, τρέπω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερότροπος, -ον)
1. αυτός που είναι διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο
2. αλλόκοτος, παράδοξος, παράξενος
νεοελλ.
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερότροπα
τα έμβρυα μερικών φυτών τα οποία είναι τοποθετημένα λοξά προς τον άξονα του σπέρματος
αρχ.
1. αυτός που τρέπεται προς άλλη κατεύθυνση, παλίντροπος, άστατος, παλίμβουλος
2. αυτός που έχει διαφορετικά ήθη, που φέρεται με ασυνήθιστο τρόπο, ο ιδιότροπος.
επίρρ...
ετεροτρόπως (ΑΜ ἑτεροτρόπως)
αλλιώτικα, αλλιώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. και μσν. τ. προέρχεται από ετερο- + τρόπος ενώ ο τ. με τη νεοελλ. σημασία είναι αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterotropous < hetero- (πρβλ. ετερο-) + -tropous (πρβλ. τρόπος)].

Greek Monotonic

ἑτερότροπος: -ον, I. αυτός που έχει διαφορετικό είδος ή είναι καμωμένος με άλλον τρόπο, σε Αριστοφ.
II. αυτός που αλλάζει κατεύθυνση, αβέβαιος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερότροπος:
1) преобразившийся, изменившийся, иной: μεταβαλοῦσα ἑπὶ κακὸν ἑτερότροπον τύχη Arph. судьба, которая повернется в сторону другой беды, т. е. новая беда;
2) повернувшийся другой стороной, переменивший направление (τύχης ὁρμή Anth.).

Middle Liddell

ἑτερό-τροπος, ον
I. of different sort or fashion, Ar.
II. turning the other way, uncertain, Anth.