ὑδραίνω
τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles
English (LSJ)
A water, ὑ. [γᾶν], of a river, E.Tr.226 (lyr.); ὑ. τινά wash, sprinkle with water, Id.IT54:—Med., wash oneself, bathe, ὑδρηναμένη Od.4.750,759; λουτρὰ ὑδράνασθαι χροΐ pour water over one's body, E.El.157 (lyr.). II ὑδραίνειν χοάς τινι pour libations to... Id.IT161 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1173] bewässern, benetzen; γᾶν, ἃν ὑδραίνει Κρᾶθις, Eur. Troad. 226; baden, waschen, I. T. 54; χοάς τινι, spenden, 162. – Med. sich baden, ὑδρηναμένη, Od. 4, 750. 759. 17, 48. 58, wie Eur. πατέρα λουτρὰ πανύσταθ' ὑδρανάμενον χροΐ, El. 157.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδραίνω: (ὕδωρ) ποτίζω, ὑ. γῆν, ἐπὶ ποταμοῦ, Εὐρ. Τρῳ. 226· ὑδρ. τινά, πλύνω, ῥαντίζω δι’ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 54. -Μέσ., πλύνω ἐμαυτόν, λούομαι, ὑδρηναμένη Ὀδ. Δ. 750, 759., Ρ. 48, 58· λουτρὰ ὑδράνασθαι χροΐ, χύνω ὕδωρ ἐπὶ τοῦ σώματός μου, λούομαι, Εὐρ. Ἠλ. 157. ΙΙ. ὑδραίνειν χοάς τινι, χύνω σπονδὰς εἰς τιμήν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 161.
French (Bailly abrégé)
1 arroser d’eau, mouiller;
2 épancher, verser;
Moy. ὑδραίνομαι (part. ao. ὑδρηναμένη) se baigner.
Étymologie: ὕδωρ.
English (Autenrieth)
mid. aor. part. ὑδρηναμένη: mid., wash oneself, bathe. (Od.)
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.)
1. (για ποταμό) βρέχω, ποτίζω
2. (με αιτ. προσ.) πλένω ή ραντίζω κάποιον με νερό
3. φρ. «ὑδραίνω χοάς τινι» — κάνω σπονδές προς τιμήν ή στη μνήμη κάποιου (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υδρ- του ὕδωρ + ρηματ. κατάλ. -αίνω].
Greek Monotonic
ὑδραίνω: (ὕδωρ), μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ὕδρηνα·
I. αρδεύω, ποτίζω το έδαφος, λέγεται για ποταμό, σε Ευρ.· ὑδραίνω τινά, πλένω, ραντίζω, ψεκάζω με νερό, καταβρέχω, στον ίδ. — Μέσ., πλένομαι, λούζομαι, ὑδρηναμένη, σε Ομήρ. Οδ.· λουτρὰ ὑδράνασθαι χροΐ, χύνω νερό πάνω στο σώμα μου, πλένομαι, σε Ευρ.
II. ὑδραίνειν χοάς τινι, χύνω σπονδές προς τιμή κάποιου, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδραίνω:
1) обливать, обрызгивать (τινά Eur.): λουτρὰ ὑδρανάμενος χροΐ Eur. совершив (свое) омовение; ὑδρηναμένη εἰς ὑπερῷ ἀνέβαινε Hom. искупавшись, она поднялась в верхнее помещение;
2) омывать, орошать (τὰν γᾶν Eur.);
3) лить: ὑ. τὰς χοάς τινι Eur. совершать возлияния в честь кого-л.
Middle Liddell
ὕδωρ
I. to water the earth, of a river, Eur.; ὑδρ. τινά to wash, sprinkle with water, Eur.:—Mid. to wash oneself, bathe, ὑδρηναμένη Od.; λουτρὰ ὑδράνασθαι χροΐ to pour water over one's body, Eur.
II. ὑδραίνειν χοάς τινι to pour libations to one, Eur.