ὀβελίσκος

From LSJ
Revision as of 15:41, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβελίσκος Medium diacritics: ὀβελίσκος Low diacritics: οβελίσκος Capitals: ΟΒΕΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: obelískos Transliteration B: obeliskos Transliteration C: oveliskos Beta Code: o)beli/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ὀβελός I,

   A small spit, skewer, Ar.Ach. 1007, Nu.178, V.354, Av.388, 672, Sotad. Com.1.10, X.HG3.3.7, Arist.Pol.1324b19, PEleph.5.2 (iii B. C.), etc.    2 pl., spits used as money, Plu.Lys.17, Fab.27 ; cf. ὀβολός fin.    3 nail, IG12.313.141 (prob.), 11(2).148.70 (Delos, iii B. C., pl.).    4 = subula, Gloss.    5 window bar, ib. (pl.).    II anything shaped like a spit : the blade of a two-edged sword, Plb.6.23.7 ; the iron head of the Roman pilum, D.H.5.46.    III obelisk, D.S.1.46, Str.17.1.27, Plin.HN36.64.    IV drainage-conduit, οἱ ἐν τοῖς τείχεσιν ὀ. D.S.19.45, cf. IG 9(1).692.14 (Corc., ii B. C.) ; so perh. περὶ τοῦ πιλῶνος (= πυλῶνος) καὶ τοὐβιλίσκου (= τοῦ ὀβελίσκου) PLond.2.391.2 (vi A. D.) ; cf. ὀβολίσκος 1.

German (Pape)

[Seite 289] ὁ, eigtl. dim. von ὀβελός, ein kleiner Spieß, Bratspieß; Ar. Nubb. 471 Av. 388 u. öfter; τῆς μαχαίρας, Pol. 6, 23, 7, die Degenklinge; auch von der eisernen Spitze am römischen pilum, D. Hal. 5, 46. – Nach Plut. Lys. 17 Fab. Max. 27 haben ὀβελίσκοι, νομίσματα σιδηρᾶ ἢ χαλκᾶ, entweder wirklich spießförmige od. mit einem Spieße geprägte Münzen, die Veranlassung zu dem Namen ὀβολός gegeben.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβελίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ὀβελός, μικρὸς ὀβελός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1007, Σφ. 354, Ὄρν. 388, 672, Ξεν., κτλ. 2) σιδηροῦν ἢ χαλκοῦν νόμισμα φέρον τὸν τύπον ὀβελοῦ, Πλουτ. Λύσ. 17, Φάβ. 27· πρβλ. ὀβολὸς ἐν τέλ. ΙΙ. πᾶν ὀξὺ ἐργαλεῖον, τὸ σκέλος διαβήτου, Ἀριστοφ. Νεφ. 178· ξίφους λεπίς, Πολύβ. 6. 23, 7· ἡ σιδηρᾶ αἰχμὴ τοῦ Ρωμ. pilum, Διον. Ἁλ. 5. 46. ΙΙΙ. = ὀβελὸς Ι. 2, τετράγωνος στήλη εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα, Συλλ. Ἐπιγρ. 1838b. 14, Πλίν. 36. 14-16· πρβλ. Zoëga de Obeliscis (Romae 1797).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 petite broche à rôtir;
2 monnaie de fer ou de cuivre qui portait l’empreinte d’une broche.
Étymologie: ὀβελός.

Greek Monolingual

ο (Α ὀβελίσκος)
1. μικρός οβελόςφέρε τοὺς ὀβελίσκους, ἵν' ἀναπείρω τὰς κίχλας», Αριστοφ.)
2. το οξύ άκρο κάθε αντικειμένου που έχει σχήμα παρόμοιο με τον οβελό, όπως μαχαιριού, ξίφους, ακοντίου κ.λπ. («ἔστι δὲ ταῡτα... βέλη Ρωμαίων σιδηροῡς ὀβελίσκους ἔχοντα», Διον. Αλ.)
3. κωνικός τετράεδρος μονολιθικός κίονας που καταλήγει σε πυραμοειδή αιχμή και ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην αρχαία Αίγυπτο στην είσοδο ναών και αργότερα σε τάφους
νεοελλ.
τμήμα του φάρου στο οποίο προσαρμόζεται το φωτιστικό σύστημα, συνήθως αυτόματης λειτουργίας
αρχ.
1. σιδερένιο ή χάλκινο νόμισμα που κατέληγε σε οξύ άκρο ή εικόνιζε λόγχη
2. καρφί
3. μοχλός θύρας, μεγάλο δοκάρι που έκλεινε την πόρτα
4. οχετός για αποχέτευση υδάτων («τῶν δ' ἐν τοῑς τείχεσιν όβελίσκων συμφραχθέντων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός + υποκορ. κατάλ. -ίσκος].

Greek Monotonic

ὀβελίσκος: ὁ, υποκορ. του ὀβελός,
I. 1. μικρή σούβλα, σε Αριστοφ., Ξεν., κ.λπ.
2. νόμισμα που έχει στην όψη του χαραγμένο μια σούβλα, σε Πλούτ.
II. σκέλος διαβήτη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀβελίσκος:
1) небольшой вертел Arph., Xen.;
2) клинок (τῆς μαχαίρας Polyb.);
3) ножка циркуля Arph.;
4) обелиск, медная или железная монета (с изображением вертела или чеканенная с его помощью) Plut.;
5) архит. обелиск Arst.

Middle Liddell

ὀβελίσκος, ὁ, [Dim. of ὀβελός
I. a small spit, Ar., Xen., etc.
2. a coin stamped with a spit, Plut.
II. the leg of a compass, Ar.