διαιρετικός

From LSJ
Revision as of 17:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαιρετικός Medium diacritics: διαιρετικός Low diacritics: διαιρετικός Capitals: ΔΙΑΙΡΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diairetikós Transliteration B: diairetikos Transliteration C: diairetikos Beta Code: diairetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A logically distinguishable, Pl.Sph.226c.    2 able to divide, separative, Arist.Pr.884b35; δ. δύναμις Plu.2.1026d, cf. 952b.    3 given to resolving diphthongs, -κώτατοι οἱ Ἴωνες A.D.Pron.95.4.    4 suited for breaking up, λίθων Gal.19.694.    II in Logic, by means of division, ὅροι Arist.APo.91b39; διαιρετική, ἡ, as a branch of Dialectic, Ammon.in APr.7.31, cf. Iamb.Comm.Math.20; δ. μέθοδος Gal.10.115; δ. συλλογισμός disjunctive syllogism, with contradictory alternatives, Stoic.2.87. Adv. -κῶς Plu.2.802f.    III Rhet., concerned with distribution under heads, τέχνη Hermog.Inv.3.4, cf. Stat.6, Lib. Decl.49Intr.2.

German (Pape)

[Seite 579] ή, όν, zum Trennen, Unterscheiden gehörig, geschickt, Plat. Soph. 223 c; πῦρ δ. καὶ διαστατικόν Plut. pr. frig. 16; Sp.; διαιρετικῶς λέγειν, Plut. reip. ger. pr. 6.

Greek (Liddell-Scott)

διαιρετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς διαίρεσιν, ὃν δύναταί τις νὰ διαιρέσῃ, Πλάτ. Σοφ. 226C. 2) ἱκανὸς νὰ διαιρέσῃ, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, Πλούτ. 2. 952Β. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, διὰ διαιρέσεως γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὑστ. 2. 5, 4. - Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 802F. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορ., πρὸς διαίρεσιν κατάλληλος, μεριστικός, Ἑρμογ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 divisible;
2 qui sert ou peut servir à diviser.
Étymologie: διαιρέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I sent. material
1 de cosas capaz de romper, destructivo πνεῦμα Chrysipp.Stoic.2.319, πῦρ como uno de los cuatro elementos de la naturaleza, Plu.2.952b
subst., c. gen. τὰ διαιρετικὰ τῶν λίθων (τῶν ἐν νέφρῳ) Gal.19.694
que puede hendir o herir de un golpe, Arist.Pr.884b35.
2 capaz de separar gram. παρὰ μόνοις Ἴωσιν ... διαιρετικωτάτοις οὖσι sólo entre los jonios que son los más aficionados a hacer diéresis, e.d., a deshacer diptongos y contracciones, A.D.Pron.95.4.
II sent. téc.
1 fil. que divide, divisorio διαιρετικὰ ... τὰ λεχθέντα εἴρηται σύμπαντα todas las palabras que hemos dicho son con idea de dividir o separar Pl.Sph.226c, ἐν τοῖς διαιρετικοῖς ὅροις en las definiciones que se hacen mediante divisiones Arist.APo.91b39, ἡ διαιρετικὴ δύναμις la capacidad de dividir Plu.2.1026d, κατὰ τὰς διαιρετικὰς μεθόδους según los métodos divisorios Gal.10.115, ἡ τοιαύτη ὁμολογία δ. ... τῶν ὑπὸ τῆς ἑνώσεως συνημμένων ref. a las naturalezas divina y humana de cristo, Pamph.Mon.Solut.6.6
ἡ δ. el arte de dividir una de las partes de la dialéctica, Ammon.in APr.7.31, ἐπειδὰν ἡ διαιρετικὴ τῆς μαθηματικῆς διέλῃ κατὰ γένη καὶ εἴδη Iambl.Comm.Math.20
lóg. δ. συλλογισμός silogismo disyuntivo c. opciones contradictorias, Chrysipp.Stoic.2.87.
2 mat. que puede dividir, divisor subst. τὸ φύσει δ. ἀριθμοῦ la capacidad natural de dividir de un número Plu.2.429e.
3 ret. ἡ δ. τέχνη el arte o ciencia de la distribución de los encabezamientos de los discursos, Hermog.Inu.3.4 (p.132), plu., Lib.Decl.49.proem.1.2.
III divisible subst. τὰ διαιρετικά las cosas divisibles Arist.Cael.313b7.
IV adv. -ῶς mediante divisiones y subdivisiones, con matices excesivamente sutiles ref. al mal político, Plu.2.802f
mediante la división ἐπισκοπεῖ (la dialéctica) ... αὐτὸ ... ὁ ἔστιν ἕκαστον op. ἀναλυτικῶς ‘mediante el análisis’, Alcin.156.27.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να διαιρεί, να χωρίζει
αρχ.
1. ο πρόσφορος για χωρισμό
2. αυτός που προφέρει αναλυτικά τις διφθόγγους
3. (ρητ.) μεριστικός
4. (λογ.) προερχόμενος από διαίρεση
5. το θηλ. ως ουσ. η διαιρετική
κλάδος της διαλεκτικής
6. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το διαιρετικόν
μικρή ορίζονται γραμμή (-) με την οποία οι λέξεις χωρίζονται σε συλλαβές (αλλιώς ενωτικό, συνέχεια
7. (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ.) τα διαιρετικά
τα διαλυτικά (··) (αλλιώς διάστιγμα).

Greek Monotonic

διαιρετικός: -ή, -όν (διαιρέω), διαιρετός, διανεμητός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διαιρετικός:
1) подлежащий разделению, расчленимый (τὰ λεχθέντα Plat.);
2) построенный, основанный на разделении (ὅροι Arst.);
3) разделяющий, раскалывающий, разбивающий (πληγή Arst.; τομὸς καὶ δ. Plut.);
4) грам. (о ион. диалекте) изобилующий диэрезисами.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαιρετικός -ή -όν [διαιρετός] onderscheidbaar.

Middle Liddell

διαιρετικός, ή, όν διαιρέω
divisible, Plat.