καλαμοστεφής
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ές, A covered with reed, βύρσαι Batr.127.
German (Pape)
[Seite 1307] ές, mit Rohr bekränzt, bedeckt, Batrach. 127.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
couronné ou couvert de roseaux.
Étymologie: κάλαμος, στέφω.
Greek Monolingual
καλαμοστεφής, -ές (Α)
καλαμοστεφανωμένος, αυτός που έχει στεφθεί ή έχει καλυφθεί με καλάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -στεφής (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. ιχθυ-στεφής, ροδο-στεφής].
Greek Monotonic
κᾰλᾰμοστεφής: -ές (στέφω), καλυμμένος από καλάμι, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλᾰμοστεφής: увенчанный или покрытый тростником (βύρσαι Batr.).