ἐρέτης

From LSJ
Revision as of 16:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρέτης Medium diacritics: ἐρέτης Low diacritics: ερέτης Capitals: ΕΡΕΤΗΣ
Transliteration A: erétēs Transliteration B: eretēs Transliteration C: eretis Beta Code: e)re/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, mostly in pl.,

   A rowers, Od.1.280, al., A.Pers. 39(anap.), Hdt.6.12, Th.1.31, etc. : sg., Ar.Eq.542 : metaph., κυλίκων ἐρέται, of tipplers, Dionys.Eleg.5.2.    II in pl., also, oars, AP6.4.6 (Leon.). (Root era-, cf. Skt. aritár- 'rower', ἁλι-ήρης, τρι-ήρης, etc.)

German (Pape)

[Seite 1025] ὁ (s. ἐρέσσω), der Ruderer, Od. 1, 280 u. öfter, immer im plur.; ναῶν ἐρέται Aesch. Pers. 39; Thuc. 1, 31 u. sonst in Prosa; Dionys. bei Ath. X, 443 d nennt die Trinker ἐρέται κυλίκων, Leon. Tar. 25 (VI, 4) nennt τοὺς ἐξ ἀκάτων διχθαδίους ἐρέτας die Ruder.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρέτης: -ου, (ἐρέσσω), κωπηλάτης, κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ., νῆ’ ἄρσας ἐρέτῃσιν Ὀδ. Α. 280, κ. ἀλλ. Ἡρόδ. 6. 12, καὶ Ἀττ.: μεταφ., κυλίκων ἐρέται, ἐπὶ φιλοποτῶν ἢ μεθύσων, Διον. παρ’ Ἀθην. 443D. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. προσέτι, κῶπαι, Ἀνθ. Π. 6. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
rameur.
Étymologie: ἐρέσσω.

English (Autenrieth)

pl., rowers, oarsmen, Il. 1.142.

Greek Monolingual

ο (AM ἐρέτης)
κωπηλάτης
αρχ.
1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται
τα κουπιά
2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» — για οινοπότες ή μέθυσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα er∂- «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό δισύλλαβο ρήμα που αντικαταστάθηκε από το ερέσσω, ενώ διατηρήθηκε στα λιθ. iriu, irti, στο αρχ. ιρλ. imb-rā και με θ. rō- στο αρχ. ισλ. rōa. Προς το αρχ. ινδ. ari-tar αντιστοιχεί τ. ερετήρ, από τον οποίο προήλθε το τοπωνύμιο Ερέτρια «η κωπηλάτις». Ο τ. ερέτης απαντά ως β’ συνθετικό στις λέξεις υπ-ηρέτης —όπου το -η- είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»— και αυτερέτης, ενώ η ρίζα του τ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη μορφή -ορος ή -ερος και -ηρης (το τελευταίο είναι επίσης προϊόν της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει») σε πολλά σύνθετα που δηλώνουν είδη πλοίων τα οποία διακρίνονται ως προς τον αριθμό τών κωπηλατών ή τών κουπιών τους (πρβλ. εικόσ-ορος, πεντηκόντ-ορος, τριακόντ-ερος, αλι-ήρης, τρι-ήρης, τετρ-ήρης). Τέλος, από τον τ. ερέτης προέρχεται το μετονοματικό ρ. ερέσσω που απαντά στον Όμηρο και στους ποιητές, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται αντί γι’ αυτό το ρ. ελαύνω].

Greek Monotonic

ἐρέτης: -ου, ὁ (ἐρέσσω),·
I. κωπηλάτης, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. Αττ.
II. στον πληθ. επίσης, κουπιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρέτης: ου ὁ
1) преимущ. pl. гребец Hom., Her., Thuc., Xen., Arst.;
2) (только pl.) весло Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: rower (Il.),
Other forms: myk. e-re-ta; eree \/erehen\/ Perpillou, Minos 9\/2,1968, 208-212.
Compounds: As 2. member in ὑπ-ηρέτης, s. v.
Derivatives: ἐρετικός concerning the rowers (Att.); collective abstrakt εἰρεσίη, -ία (εἰ- metr. lengthening, maintained in prose) the rowers (Od.); denomin. verb ἐρέσσω, rare Att. ἐρέττω, aor. ἐρέσ(σ)αι row (Il.; on the formation Schwyzer 725). - Beside these the noun instr. ἐρετμόν n. oar (Il.) with ἐρετμόω complete with oars (E.), PN Ἐρετμεύς (θ 111; Boßhardt Die Nomina auf -ευς 121). - Here also the PN Ἐρέτρια as "the rowing (town)". - On themselves the nouns in -ηρης and -ερος, -ορος like τρι-ήρης three-rower (Ion.-Att.), ἁλι-ήρης rowing the sea (κώπη E. Hek. 455 [lyr.]), πεντηκόντερος, πεντηκόντ-ορος fifty-rower (Ion.-Att.), s. below.
Origin: IE [Indo-European] [338] *h₁erh₁-, h₁reh₁- row
Etymology: The agent noun ἐρέ-της points like the synonymous Skt. ari-tár- (= Gr. *ἐρε-τήρ (*h₁erh₁-) in Ἐρέτρ-ια) to a disyllabic primary verb row, which in Greek was replaced by the denominative ἐρέσσω (uncertain Myc. e-re-e), but is present in other languages: Lith. iriù, ìrti (with acute, agreeing with disyllabic ἐρε-, < *h₁r̥h₁-), Germ., e. g. ONo. rōa, Celt., e. g. OIr. imb-rā row, sail (IE rō- against rē- (i. e. *h₁reh₁- *h₁roh₁-) in Lat. rēmus, cf. below). Traces of this verb in Greek in τρι-ήρης three-rower etc. (with compositional lengthening and ending after the σ-stems), πεντηκόντ-ερος, -ορος fifty-rower etc. (after the ο-stems, also with -ο- after -γονος, -φορος a. o.; not with J. Schmidt KZ 32, 327 vowel-harmony). Perhaps with το-suffix (Lesb.) τέρρητον τριήρης H., if with Brugmann IF 13, 152f. haplological for *τερρ-έρητον < *τρι-έρητον, cf. Schwyzer 274. - On influence of ἐρέτης rests prob. the form ἐρετμόν against Skt. arí-tr-a- oar (from ari-tár-), Lat. rēmus (formation unclear). - Details in Schwyzer KZ 63, 52ff., Hermann Gött. Nachr. 1943, 3f.; further Pok. 338, W.-Hofmann s. rēmus.

Middle Liddell

ἐρέτης, ου, ἐρέσσω
I. a rower, Od., Hdt., attic
II. in pl., also, oars, Anth.

Frisk Etymology German

ἐρέτης: {erétēs}
Forms: myk. e-re-ta.
Grammar: m.
Meaning: Ruderer (seit Il.),
Composita : Als Hinterglied in ὑπηρέτης, s. d.
Derivative: Ableitungen. 1. ἐρετικός die Ruderer betreffend (att.); 2. kollektive Abstraktbildung εἰρεσίη, -ία (εἰ- metr. Dehnung, auch in der Prosa behalten) Rudermannschaft, auf ἐρέσσω bezogen = das Rudern (seit Od.); denominatives Verb ἐρέσσω, selten att. ἐρέττω, Aor. ἐρέσ(σ)αι rudern (seit Il.; zur Bildung Schwyzer 725). — Daneben das Nomen instr. ἐρετμόν n. Ruder (poet. seit Il.) mit ἐρετμόω mit Rudern versehen (E. u. a.), EN Ἐρετμεύς (θ 111; Boßhardt Die Nomina auf -ευς 121). — Hierher noch der ON Ἐρέτρια als "die Ruderin, die rudernde Stadt", zunächst von *ἐρετήρ, s. unten. — Für sich stehen die Nomina auf -ηρης und -ερος, -ορος wie τριήρης Dreiruderer (ion. att.), ἁλιήρης meerdurchrudernd (κώπη E. Hek. 455 [lyr.]), πεντηκόντερος, πεντηκόντορος Fünfzigruderer (ion. att.), s. unten.
Etymology : Das Nomen agentis ἐρέτης setzt wie das synonyme aind. ari-tár- (= gr. *ἐρετήρ in Ἐρέτρια) ein zweisilbiges primäres Verb rudern voraus, das im Griechischen von dem Denominativum ἐρέσσω verdrängt worden ist (sehr unsicher myk. e-re-e), aber in anderen Sprachen noch lebt: lit. iriù, ìrti (mit Stoßton, dem zweisilbigen ἐρε- entsprechend), germ., z. B. ano. rōa, kelt., z. B. air. imb- rudern, zu Schiffe fahren (idg. - gegenüber - in lat. rēmus, vgl. unten). Auch im Griechischen liegen wahrscheinlich Spuren von diesem Verb vor in τριήρης Dreiruderer usw. (mit kompositioneller Dehnung und Ausgang nach den σ-Stämmen), πεντηκόντερος, -ορος Fünfzigruderer usw. (nach den ο-Stämmen, dazu mit -ο- nach -γονος, -φορος u. a.; nicht mit J. Schmidt KZ 32, 327 Vokalharmonie). Dazu vielleicht mit το-Suffix (lesb.) τέρρητον· τριήρης H., falls mit Brugmann IF 13, 152f. haplologisch für *τερρέρητον aus *τριέρητον, vgl. Schwyzer 274. — Auf Einfluß von ἐρέτης beruht wahrscheinlich die Form ἐρετμόν gegenüber aind. arí-tr-a- Ruder (von ari-tár-), lat. rēmus (Bildung nicht eindeutig). — Einzelheiten bei Schwyzer KZ 63, 52ff., Hermann Gött. Nachr. 1943, 3f.; dazu WP. 1, 143f., Pok. 338, W.-Hofmann s. rēmus.
Page 1,553-554