ἀπόδοσις
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀποδίδωμι)
A giving back, restitution, return, τῶν ἵππων Hdt.4.9; τῶν χωρίων Th.5.35, Pl.R.332b; dist. from δόσις, Arist. Pr.950a37. 2 payment, IG.1.32A5, etc.; ἡ ἀ. τοῦ μισθοῦ Th.8.85; φόρου Luc.VH1.36: generally, giving, Pl.Lg.807d; rendering, i.e. performance, ἔργου Dam.Pr. 64. 3 assignment, attribution, Plot.5.1.6. II rendering by way of definition, Arist.Cat.7a8, Top.108b9, al.; definition, S.E.P.3.242, etc. 2 in a sentence, clause answering to the πρότασις, διὰ μακροῦ τὰς ἀ. λαμβάνειν D.H.Th.52,al.; cf. ἀποδίδωμι 11.2. 3 Gramm., interpretation, explanation, A.D.Synt.155.25, cf. Heliod. ap. Orib.48.70.5: generally, account, explanation, Epicur.Ep.2p.41U. (pl.), Simp.in Ph.614.13; but ψιλὴ ἀ. bare statement, Theodor. ap. Corn.Rh.p.363H. III (from Med.) sale, Poll.3.124.
German (Pape)
[Seite 301] ἡ, das Wiedergeben, καὶ λῆψις Plat. Rep. I, 332 b; ὁμήρων Pol. 10, 34; bes. Zurückzahlen. Uebh. das Darreichen, Geben, πόνων καὶ τροφῆς Plat. Legg. VII, 807 d; Erklärung, Arist. top. 1, 5; Sp. auch Erzählung; der Nachsatz, im Ggstz von πρότασις, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδοσις: -εως, ἡ, (ἀποδίδωμι), τὸ ἀποδιδόναι, ἡ ἐπιστροφὴ πράγματός τινος ὀφειλομένου, τῶν ἵππων Ἡρόδ. 4. 9· τῶν χωρίων Θουκ. 5. 35, Πλάτ. Πολ. 332Β· διάφορον τοῦ δόσις, Ἀριστ. Προβλ. 29. 2. 2) ἡ ἀπότισις, ἡ πληρωμή, ἡ ἀπ. τοῦ μισθοῦ Θουκ. 8. 85· φόρου Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 36: καθόλου, δόσις, Πλάτ. Νόμ. 807D. ΙΙ. ἡ δι’ ὁρισμοῦ ἀπόδοσις, Ἀριστ. Κατηγ. 7. 11, Τοπ. 1. 5, 1. κ. ἀλλ. 2) ἐν τῇ γραμματ. ἡ ἀπόδοσις, καὶ διὰ μακροῦ τὰς ἀποδόσεις λαμβανούσας νοήσεις Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 52, κ. ἀλλ.· ἴδε τὸ ῥῆμα ἀποδίδωμι ΙΙ. 3. ΙΙΙ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 124, κτλ. (ἐκ τοῦ μέσου) = πώλησις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 restitution;
2 rétribution.
Étymologie: ἀποδίδωμι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I c. gen.
1 restitución, devolución τῶν ἵππων Hdt.4.9, τῶν χωρίων Th.5.35, τῶν ὁμήρων Plb.10.34.1, τῶν δανεισμάτων D.C.42.51.2, τῆς παρακαταθήκης Ph.1.141, 2.247, τοῦ πυροῦ PYale 68.9 (IV d.C.), τοῦ ἀργυρίου Pl.Ep.363d, τῶν χρημάτων Isoc.7.68, 17.29, IG 12(5).112.4 (Paros IV a.C.), IG 12(7).69.34 (Amorgos I a.C.), POxy.2666.2.10 (IV d.C.)
•abs. Pl.R.332b, Arist.Pr.950a37, IG 11(4).559.9 (Delos IV a.C.), LXX De.24.13, Basil.M.30.9A, PYale 64.18 (I d.C.), PWisc.16.4 (II d.C.), PMerton 110.18 (II d.C.), BGU 2045.15 (III d.C.), POxy.2722.34 (II d.C.), 2712.9 (III d.C.), 2666.1.17 (IV d.C.), ἐπ' ἀποδόσει bajo garantía de devolución Arist.Oec.1349b28
•restitución de dinero D.34.46, PAmh.2.46.14 (II a.C.), PGrenf.2.21.27 (II a.C.).
2 acción de dar una cosa debida πόνων καὶ τροφῆς Pl.Lg.807d, χάριτος IG 12.(7).235.4 (Amorgos II/I a.C.), Plb.2.49.9
•suministro, PStras.30.14 (III d.C.)
•pago τοῦ μισθοῦ Th.8.85, τοῦ φόρου Luc.VH 1.36, τῶν ὀψωνίων Plb.11.25.9, 15.25.20, abs. ἀποδι[δ] όναι δὲ ἀπὸ τōν χρɛ̄μάτον, ἃ ἐς ἀπόδοσίν ἐστιν τοῖς θεοῖς ἐφσεφισμ[έ] να IG 12.91.5 (V a.C.).
3 venta Poll.3.124.
4 realización ἔργου Dam.Pr.64.
II en cont. de entendimiento y lengua, c. gen.
1 interpretación αἰτίας Hippod.p.13, Plu.2.641c, Cyr.Al.M.69.785C, τῶν αἰτιῶν Ph.1.63, τοῦ «πρῶτος καὶ ἔσχατος» Origenes Io.1.31, τῶν λέξεων Cyr.Al.Nest.1.5 (p.25.39), τῶν ἁρμονικῶν ἡ περὶ τῶν τόνων ἀ. Aristox.Harm.46.22
•abs. ἐπὶ τῆς ῥητῆς καὶ φανερᾶς ἀποδόσεως Ph.2.29, cf. A.D.Synt.155.26, Heliod. en Orib.48.69.8
•definición Arist.Cat.7a8, τῶν ὁρισμῶν Arist.Top.108b9.
2 declaración ἰδίου ἀπόδοσίν φασιν εἶναι τὴν διαφοράν Clem.Al.Strom.8.6.21.2
•ψιλὴ ἀ. planteamiento Theodorus en Corn.Rh.363
•enunciado Phld.Rh.2.189, 235
•explicación τούτου τοῦ εἴδους Epicur.Ep.[3] 94, περὶ τόπου Simp.in Ph.614.13, cf. Clem.Al.Strom.6.11.93.1.
3 definición τῆς καταληπτικῆς φαντασίας S.E.P.3.242.
III gram. y ret.
1 plu. en una frase términos correlativos διά μακροῦ τὰς ἀποδόσεις λαμβανούσας νοήσεις D.H.Th.52.
2 sección, parte correspondiente en una composición antistrófica, Sch.Pi.O.2 metr.(p.58).
3 pronunciación Epiph.Const.Exp.Fid.10.7.
Greek Monotonic
ἀπόδοσις: -εως, ἡ (ἀποδίδωμι),
1. ανταπόδοση, αποκατάσταση, επιστροφή οφειλομένου πράγματος, σε Ηρόδ., Αττ.
2. απότιση, πληρωμή, τοῦ μισθοῦ, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόδοσις: εως ἡ
1) возврат, возвращение, отдача Her., Thuc., Plat., Arst., Polyb.;
2) уплата (μισθοῦ Thuc.; φόρου Luc.);
3) передача, снабжение (τῷ σώματι πόνων καὶ ψυχῇ μαθημάτων Plat.);
4) объяснение, изложение, определение Arst., Sext.;
5) грам. последующее, т. е. обусловленное (главное) предложение.
Middle Liddell
ἀποδίδωμι
1. a giving back, restitution, return, τινος of a thing, Hdt., attic
2. payment, τοῦ μισθοῦ Thuc.