μέτοικος

From LSJ
Revision as of 15:59, 20 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέτοικος Medium diacritics: μέτοικος Low diacritics: μέτοικος Capitals: ΜΕΤΟΙΚΟΣ
Transliteration A: métoikos Transliteration B: metoikos Transliteration C: metoikos Beta Code: me/toikos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,    A settler from abroad, alien resident in a foreign city, denizen, A.Th.548, Supp.994, Hdt.4.151, etc.; esp. at Athens, Th. 2.13, And.1.15, etc.; ξένος λόγῳ μ., opp. ἐγγενής, S.OT452, cf. Ar. Ach.508, Eq.347, SIG799.25 (Cyzic., i A.D.); μέτοικος γῆς = one who has settled in a country, A.Pers.319; μέτοικος δόμων, μέτοικος χώρας, Id.Ch.971 (lyr.), S.OC934; ἐν τῇ τῶν πλησίον And.1.144; βροτοῖς οὔτε <νεκρὸς> νεκροῖσιν μέτοικος, οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν whose home is neither with the living nor the dead, S.Ant.852 (lyr.): metaph., of birds, as sojourners in the heavens, A.Ag.57 (anap.).    2 occupant of the same house with another, Sammelb.5837 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 161] umziehend, anderswohin gehend, um sich dort anzusiedeln, Her. 4, 151; dah. aus seinem Wohnsitz, aus seinem Nest vertrieben, Aesch. Ag. 58. – Der Ansiedler, der als Schutzgenosse von den Bürgern eines Ortes aufgenommen ist, ein in der Stadt lebender Fremdling, Einsasse, μέτοικος, Ἄργει δ' ἐκτίνων καλὰς τροφάς, Aesch. Spt. 530; μέτοικοι δόμων, Ch. 965; vgl. Eum. 965 Suppl. 972; ξένος λόγῳ μέτοικος, dem ἐγγενής entggstzt, Soph. O. R. 452; auch οὔτ' ἐν βροτοῖς οὔτε νεκροῖσι μέτοικος, Ant. 845; u. πρὸς οὓς ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι, 860, zu denen ich, meinen Wohnsitz verändernd, gehe. – Bes. in Athen der für das Schutzgeld μετοίκιον ohne die Gerechtsame eines eingebornen Bürgers in der Stadt lebende Fremdling, Einsasse, Thuc. 1, 143 u. öfter; im Ggstz von ἀστός, Plat. Rep. VIII, 563 a; Lys. 22, 5 u. oft bei den Rednern; Plut. u. Sp.; vgl. noch Xen. Ath. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

μέτοικος: -ον, ὁ ἀλλάσσων κατοικίαν, μεταναστεύων, μεταβαίνων καὶ κατοικῶν ἀλλαχοῦ, Ἡρόδ. 4. 151· - ὁ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 57 δίδει τὸ ὄνομα μέτοικοι, εἰς τὰ νέα πτηνὰ ἁρπαγέντα ἢ διωχθέντα ἐκ τῆς φωλεᾶς αὐτῶν. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. μέτοικος, ὁ ἡ, ξένος, εἰς ὃν ἐπετράπη νὰ κατοικήσῃ ἐν ξένει πόλει, Αἰσχύλ. Θήβ. 548, Ἱκέτ. 994, Σοφ. κτλ.· ξένος λόγῳ μ., ἐναντίον τῷ ἐγγενής, ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 452, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 508, Ἱππ. 347· μ. γῆς, ὁ μετοικήσας εἴς τινα χώραν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 319, Χο. 971, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 934· ἐν γῇ Ἀνδοκ. 18, ἐν τέλ.· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 852, ἐπὶ ζῶντος ἀνθρώπου κεκλεισμένου ἐν τάφῳ, ὅστις δὲν εἶναι οὔτε μεταξὺ τῶν ζώντων οὔτε μεταξὺ τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ ξένος μεταξὺ ἑκατέρων· πρβλ. 867, μετοικία ΙΙ. 2) ἐν Ἀθήναις ξένος κατοικῶν ἐν τῇ πόλει, καὶ τελῶν ἐπὶ τούτῳ ὡρισμένον φόρον (μετοίκιον), ἀλλὰ μὴ μετέχων πολιτικῶν δικαιωμάτων, Λατ. inquilinus, ἀντίθ. τῷ ἀστὸς ἐξ ἑνὸς καὶ ἐξ ἄλλου τῷ ξένος, Θουκ. 2. 13, Ἀνδοκ. 3. 10· πρβλ. Herm. Pol. Ant. §115, καὶ τὰ ἐκεῖ μνημονευόμενα χωρία.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 étranger qui vient s’établir qqe part ; avec le gén. du lieu : γῆς ESCHL dans un pays;
2 à Athènes métèque, étranger domicilié dans la cité moyennant une redevance.
Étymologie: μετά, οἶκος.

Greek Monolingual

ο και η (ΑΜ μέτοικος)
1. αυτός που διαμένει σε άλλον τόπο από εκείνον από τον οποίο κατάγεται
2. (στην αρχαία Αθήνα) μόνιμος κάτοικος, ο οποίος καταγόταν από άλλη πόλη, ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει το μετοίκιο και να στρατεύεται, αλλά δεν είχε πολιτικά δικαιώματα
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της ομοιογένειας ριπιφορίδες
αρχ.
1. (για πτηνά) αυτός που πετάει στον αιθέρα
2. αυτός που κατοικεί μαζί με άλλον, ο σύνοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -οικος (< οἶκος), πρβλ. έν-οικος, κάτ-οικος].

Greek Monotonic

μέτοικος: -ον, I. αυτός που αλλάζει τόπο διαμονής, μεταναστεύει και εγκαθίσταται κάπου αλλού, σε Ηρόδ.
II. 1. ως ουσ. μέτοικος ὁ, , ξένος που έχει εγκατασταθεί σε ξένη πόλη, έποικος, μετανάστης, προσωρινός κάτοικος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· μέτοικος γῆς, κάποιος που έχει εγκατασταθεί, αποικήσει σε μια χώρα, στον ίδ.
2. στην Αθήνα, κάτοικος ξένης καταγωγής, που πλήρωνε φόρο (μετοίκιον) αλλά δεν απολάμβανε κανένα από τα δικαιώματα του πολίτη, σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μέτοικος: ὁ и ἡ
1) переселенец, чужеземец (ξένος, λόγῳ μ., εἶτα δ᾽ ἐγγενὴς φανήσεται Θηβαῖος Soph.): πρὸς οὓς μ. ἔρχομαι перен. Soph. (покойные родители), к которым я ухожу;
2) житель, жилец: μ. οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν Soph. (Антигона, которой) не место ни среди живых, ни среди мертвых;
3) (в Афинах) метэк (чужеземец, которому разрешено проживание в городе при оплате особого налога, см. μετοίκιον) Thuc., Dem., Arst. etc.

Middle Liddell

μέτ-οικος,
I. changing one's abode, emigrating and settling elsewhere, Hdt.
II. as Subst. μέτοικος, ἡ, an alien settled in a foreign city, a settler, emigrant, sojourner, Aesch., etc.; μ. γῆς one who has settled in a country, Aesch.
2. at Athens, a resident alien, who paid a tax (μετοίκιον), but enjoyed no civic rights, Thuc., etc.

English (Woodhouse)

immigrant, alien resident in an adopted city, foreigner residing in an adopted city, naturalised alien, naturalized alien, resident alien, settler in a foreign country, sojourner in a foreign land

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)