σαυρωτήρ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A ferrule or spike at the butt-end of a spear, by which it was stuck into the ground, Il.10.153, Hdt.7.41, Plb.6.25.6, 11.18.4, AP6.110 (Leon. or Mnasalc.), Sch.Th.Oxy.853 v 30.
German (Pape)
[Seite 865] ῆρος, ὁ, das untere Ende der Lanze, des Speerschaftes; Il. 10, 153; Her. 7, 41 (wofür Ath. XII, 514 στύρακες sagt); Pol. 6, 25, 6. 11, 18, 4; sonst οὐρίαχος; bes. eine Art von eiserner Spitze, die Lanze. damit in die Erde zu stecken, auch im Nothfall damit zu fechten; übh. Lanze, Speer, Leon. Tar. 32 (VI, 110).
Greek (Liddell-Scott)
σαυρωτήρ: -ῆρος, ὁ, σιδήριόν τι ἢ εἶδος αἰχμῆς εἰς τὸ κάτω ἄκρον τοῦ δόρατος, δι’ οὗ ἐστήνετο εἰς τὸ ἔδαφος, οὐρίαχος, στύραξ. Ἰλ. Κ. 153, Ἡρόδ. 7. 41· πρβλ. Πολύβ. 6. 25, 6., 11. 18, 4, Ἀνθ. Π. 6. 110. ΙΙ. ὁ τύπος σαυροβρῑθής μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. δεικνύει ὅτι σαῦρος ἐσήμαινεν ὡσαύτως σαυρωτήρ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
pointe de fer ajustée au bas de la lance pour la fixer en terre.
Étymologie: DELG σαύρα.
English (Autenrieth)
ῆρος: a spike at the butt-end of a spear, by means of which it could be stuck in the ground, Il. 10.153†. (See cut No. 4.)
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
σιδερένια αιχμή που περιέβαλλε το κάτω άκρο του δόρατος και χρησίμευε για να καρφώνεται το δόρυ στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + επίθημα -ωτήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου σαυρόω (πρβλ. τροπ-ωτήρ)].
Greek Monotonic
σαυρωτήρ: -ῆρος, ὁ, σιδερένια αιχμή στο κάτω άκρο του δόρατος, που χρησίμευε για να στερεώνεται το κοντάρι στο έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
σαυρωτήρ: ῆρος ὁ
1) нижнее острие копья Hom., Her., Polyb.;
2) копье Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαυρωτήρ -ῆρος, ὁ [σαύρα] uiteinde van een lans, lans-schoen.
Middle Liddell
σαυρωτήρ, ῆρος, ὁ,
a spike at the butt-end of a spear, by which it was stuck into the ground, Il., Hdt. [deriv. uncertain]