ὑποπλέω Search Google

From LSJ
Revision as of 14:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπλέω Medium diacritics: ὑποπλέω Low diacritics: υποπλέω Capitals: ΥΠΟΠΛΕΩ
Transliteration A: hypopléō Transliteration B: hypopleō Transliteration C: ypopleo Beta Code: u(pople/w

English (LSJ)

A sail under, τὴν Κύπρον, i.e. under the lee of C., Act.Ap. 27.4: c. dat., ὑ. τενάγεσσι AP9.296 (Apollonid.):—Pass., Philostr. Im.2.17. II sail underground, ἐς τὸν Τίβεριν δι' [ὑπονόμων] D.C. 49.43.

German (Pape)

[Seite 1229] (s. πλέω), zu Schiffe darunter hinfahren, ὑποπλεύσας τενάγεσσιν Apollnds. 16 (IX, 296).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω ὑποκάτω, ἢ πλησίον, κἀκεῖθεν ἀναχθέντες ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κύπρον, δηλαδὴ ἔχοντες αὐτὴν ὑπήνεμον, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 4· μετὰ δοτ., ὑπ. τενάγεσσιν Ἀνθ. Π. 9. 296. - Παθ., Φιλόστρ. 836. ΙΙ. πλέω κρυφίως, ἐς τὸν Τίβεριν δι’ ὑπονόμων Δίων Κάσσ. 49. 43.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 naviguer sous;
2 naviguer de côté, obliquement;
3 naviguer secrètement.
Étymologie: ὑπό, πλέω.

English (Strong)

from ὑπό and πλέω; to sail under the lee of: sail under.

English (Thayer)

1st aorist ὑπέπλευσα; (Vulg. subnavigo); to sail under, i. e. to sail close by, pass to the leeward of: with the accusative of the place, Dio Cassius, Dio Chr., others.)

Greek Monolingual

ὑποπλέω, ΝΜΑ, και ιων. ποιητ. τ. ὑποπλώω, Α πλέω
ναυτ. πλέω κοντά στην ξηρά αποφεύγοντας τον άνεμο, παραπλέω τις ακτές
μσν.
μτφ. (σχετικά με μια αρνητική κατάσταση) μένω ανέγγιχτος («παρανομίας θάλασσαν ύπέπλευσαν άβρόχως», Μηναί.)
αρχ.
πλέω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός, κρυφά.

Greek Monotonic

ὑποπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, πλέω κάτω από, ὑπόπλεον τὴν Κύπρον, δηλ. κάτω από την υπήνεμη πλευρά της Κύπρου, έχοντας ως προκάλυμμα κατά του ανέμου την Κύπρο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὑποπλέω: (aor. 1 ὑπέπλευσα) плыть мимо, огибать (τὴν Κύπρον NT): ὑ. τενάγεσσιν Anth. огибать мели.

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι
to sail under, ὑπ. τὴν Κύπρον, i. e. under the lee of Cyprus, NTest.

Chinese

原文音譯:Øpoplšw 虛坡-普累哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在下-漂行
字義溯源:駛過,沿著⋯航行,向下風航駛,貼近⋯行駛,貼近⋯航行;由(ὑπό)*=被)與(πλέω)*=航行)組成
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 就貼近⋯航行(1) 徒27:7;
2) 我們就貼近⋯行駛(1) 徒27:4