θελκτήριος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον, A enchanting, soothing, μῦθοι, λόγοι, A.Eu.81, E. Hipp.478; ὄμματος θ. τόξευμα the eye's magic shaft, A.Supp.1004: c. gen., φίλτρα θ. ἔρωτος E.Hipp.509; μύθου μῦθος θ. speech that heals speech, A.Supp.447: in late Prose, θ. ἀγωνίσματα, of poems, Agath. Praef.
German (Pape)
[Seite 1193] ον, bezaubernd, beschwichtigend, anlockend; θελκτηρίους μύθους ἔχοντες Aesch. Eum. 81; Suppl. 442; ὄμματος θελκτήριον τόξευμα Suppl. 982, der Zauberpfeil des Blickes; μ ῦθοι auch Eur. Hipp. 478; ἐπῳδή Plut. amator. 16 M.
Greek (Liddell-Scott)
θελκτήριος: -ον, θέλγων, μαγεύων, καταπραΰνων, μῦθοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 81, Εὐρ. Ἱππ. 478· ὄμματος θελκτήριον τόξευμα, τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ μαγικὸν βέλος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1004· μετὰ γεν., φίλτρα θ. ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 509· μύθου μῦθος θ., λόγος θεραπεύων λόγον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 447.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui charme, adoucit, apaise.
Étymologie: θέλγω.
Greek Monolingual
θελκτήριος, -ον (Α) θελκτήρ
1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει
2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός
(«ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» — το μαγικό βέλος του οφθαλμού, Αισχύλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον
α) (για τη ζώνη της Αφροδίτης) θέλγητρο, μαγεία
β) (για άσματα) μέσο αναψυχής, διασκεδάσεως
γ) μέσο εξιλασμού («ἤ ἐάαν μέγ' ἄγαλμα θεῶν θελκτήριον εἶναι», Ομ. Οδ.)
δ) μέσο για ανακούφιση τών πόνων, τών κόπων («πόνων θελκτήριον», Αισχύλ.).
Russian (Dvoretsky)
θελκτήριος:
1) околдовывающий, волшебный (φίλτρα ἔρωτος Eur.);
2) чарующий, полный обаяния (ὄμματος τόξευμα Aesch.);
3) завлекающий, обольстительный (μῦθος Aesch.; ἐπῳδή Plut.);
4) успокаивающий, умиротворяющий (μύθου μῦθος θ. Aesch.).
Middle Liddell
θελκτήριος, ον θέλγω
charming, enchanting, soothing, Aesch., Eur.