πᾶμα
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ατος, τό, (πάομαι) A property, Schwyzer657.39 (Tegea, iv B. C.), Theoc.Syrinx 12 (v.l. πῆμα): mostly pl., πατρῷα καὶ ματρῷα π. Schwyzer l. c. 6, cf. 27, Besant.Ara5, AJP26.463 (Argos); of cattle, SIG527.89 (Dreros, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 453] τό, Besitzthum, Eigenthum, nach Schol. Il. 4, 433 dorisch; Theocr. syr. 12; Dosiad. ar. (XV, 25).
Greek (Liddell-Scott)
πᾶμα: τό, (πάομαι) κτῆμα, Θεοκρίτου Σῦριγξ 12 ἐν Ἀνθ. Π. 15. 25, 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bien, possession.
Étymologie: πάομαι.
Greek Monolingual
πᾱμα, -ατος, τὸ (Α)
κτήμα, περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ενεστ. πάομαι «αποκτώ» (βλ. λ. πάομαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. κτῶμαι, κτῆμα)].
Greek Monotonic
πᾶμα: -ατος, τό (πάομαι), κτήμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πᾶμα: ατος τό [* πάομαι достояние, собственность, имущество Theocr., Anth.