τομός

From LSJ
Revision as of 17:10, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τομός Medium diacritics: τομός Low diacritics: τομός Capitals: ΤΟΜΟΣ
Transliteration A: tomós Transliteration B: tomos Transliteration C: tomos Beta Code: tomo/s

English (LSJ)

ή, όν, (τέμνω) A cutting, sharp, Pl.Ti.61e, Timo 4 (Comp.); v.l. for τολμηρόν in D.25.24; ὁ μὲν σφαγεὺς ἕστηκεν ᾗ τομώτατος as it will cut sharpest, S.Aj.815. 2 metaph., λόγος -ώτερος σιδήρου Ps.Phoc. 124. cf. Ep.Hebr.4.12; of persons, οἱ -ώτατοι the sharpest, hottest, Call.Fr.78 codd.; ἐρέω τιτομώτερον ἣ ἀπὸ δάφνης Id.Del.94 codd.; πράξεις -ώτεραι Luc.Tox.11; cf. τορός. Adv. -μῶς sharply, clearly, Hsch. s.v. τμήδην.

German (Pape)

[Seite 1127] (τέμνω), schneidend, theilend, übh. scharf; Phot. erklärt τὸ τμητικόν; im posit. selten: Plat. Tim. 61 e; ἰταμὸν γὰρ ἡ πονηρία καὶ τομὸν καὶ πλεονεκτικόν, Dem. 25, 24, wo Bekker τολμηρόν lies't; compar. τομώτερος Phocyl. 116; superl. τομώτατος Soph. Ai. 826. – Adv., Callim. fr. 78.

Greek (Liddell-Scott)

τομός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τέμνω, ὁ τέμνων, ὀξύς, Πλάτ. Τίμ. 61Ε, Τίμων παρ’ Ἀθην. 443Ε· ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος, κατὰ τρόπον τοιοῦτον ὥστε νὰ εἶναι κοπτερώτατος (ἴδε σφαγεὺς), Σοφ. Αἴ. 815. 2) μεταφορ., λόγος τομώτερος σιδήρου, ὀξύτερος, Ψευδοφωκυλ. 116· ἐπὶ προσώπων, οἱ τομώτατοι, οἱ ὀξύτατοι, Καλλ. Ἀποσπ. 78· οὕτω, πράξεις τομώτεραι Λουκ. Τόξαρ. 11· πρβλ. τορός. ― Ἐπίρρ. -μῶς, ὀξέως, ταχέως, σαφῶς, τομώτερον, σαφέστερον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 94, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τμήδην· ὑπερθετ. τομώτατα, Εὐστ. Πονημάτ. 200. 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
coupant, tranchant;
Cp. τομώτερος, Sp. τομώτατος.
Étymologie: τέμνω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που τέμνει, κοφτερός («ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος», Σοφ.)
2. (γενικά) οξύς.
επίρρ...
τομῶς Α
1. με οξύτητα
2. ταχέως, γρήγορα
3. σαφώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόμος με καταβιβασμό του τόνου].

Greek Monotonic

τομός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τέμνω, αυτός που κόβει, που τέμνει, ἕστηκεν ᾗ τομώτατος, είναι τοποθετημένος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πολύ κοφτερός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

τομός: [adj. verb. к τέμνω
1) режущий, острый (σφαγεύς Soph.; λόγος τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν NT);
2) въедающийся, жгучий (πῦρ Plat.);
3) резкий, решительный (πράξεις Luc.).

Middle Liddell

τομός, ή, όν verb. adj. of τέμνω
cutting, ἕστηκεν ᾗ τομώτατος is placed as it will cut sharpest, Soph.

Chinese

原文音譯:tomèteroj 拖摩帖羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:切(更多)
字義溯源:更加鋒利,銳利的;源自(τελωνεῖον / τελώνιον)X*=切,割)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 是銳利的(1) 來4:12

English (Woodhouse)

sharp, for cutting

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)