τρωγλοδύτης

From LSJ
Revision as of 11:25, 29 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωγλοδύτης Medium diacritics: τρωγλοδύτης Low diacritics: τρωγλοδύτης Capitals: ΤΡΩΓΛΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: trōglodýtēs Transliteration B: trōglodytēs Transliteration C: troglodytis Beta Code: trwglodu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, (δύω) A one who creeps into holes, of foxes and snakes, Id.HA610a12; of crabs, Id.IA713b28:—for οἱ Τρωγλοδύται, Troglodytes, Cave-men, v. Τρωγοδύται. II wren, Troglodytes europaeus, Ruf.Fr.117, Philagr. ap. Aët.11.11.

Greek (Liddell-Scott)

τρωγλοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, (δύω) ὁ εἰσδυόμενος εἰς τρώγλα, ὁ ἐν τρώγλαις οἰκῶν, ἐπὶ ἀλωπέκων καὶ ὄφεων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 1, 28· ἐπὶ καρκίνων, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Πορείας 17. 1· - οἱ Τρωγλοδύται, οἱ ἐν τρώγλαις ἢ σπηλαίοις οἰκοῦντες, Αἰθιοπική τις φυλή, τοὺς τρωγλοδύτας Αἰθίοπας Ἡρόδ. 4. 183, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, Στράβ., κλπ. ΙΙ. ὄνομα πτηνοῦ, πιθαν. = τρωγλίτης, Ἀέτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 431.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui habite dans des trous ; particul.τρωγλοδύτης, troglodyte, autre nom du τροχίλος, roitelet, oiseau.
Étymologie: τρώγλη, δύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. (στον πληθ. ως κύριον όν.) οι Τρωγλοδύτες και Τρωγλοδύται
ονομασία που έδωσαν αρχαίοι συγγραφείς σε πρωτόγονους λαούς της Αιθιοπίας, της εσωτερικής Λιβύης, του Καυκάσου, της Σκυθίας κ.ά. οι οποίοι κατοικούσαν σε σπήλαια ή σε σκαπτές κατοικίες
2. ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας τρωγλοδυτίδες με ένα επιδημητικό είδος στη χώρα μας, γνωστό με την κοινή σήμερα ονομασία τρυποφράχτης
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που κατοικεί σε τρώγλη, τρωγλόβιος
2. ζωολ. παλαιότερη ονομασία του χιμπατζή
αρχ.
1. (ως επίθ. κυρίως για ερπετά) σπηλαιόβιος
2. πτηνό όμοιο με τον βασιλίσκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + -δύτης (< δύω), πρβλ. ταβερνο-δύτης. Σχετικά με το όν. του αιθιοπικού λαού παραμένει ανεξακρίβωτο αν ο τ. Τρωγλοδύται χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική για τον λαό αυτό λόγω του είδους τών κατοικιών του ή αν πρόκειται για απόδοση στην Ελληνική της ντόπιας ονομασίας τους].

Greek Monotonic

τρωγλοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ (δύω), αυτός που διεισδύει σε τρώγλη· Τρωγλοδύται, οἱ, αυτοί που κατοικούν σε τρώγλες ή σπηλιές, κάποια Αιθιοπική φυλή, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τρωγλοδύτης: ου (ῠ) adj. живущий в пещере или норе (Αἰθίοπες Her.; ζῷα Arst.).

Middle Liddell

τρωγλο-δῠ́της, ου, ὁ, [δύω]
one who creeps into holes:— Τρωγλοδύται, ῶν, οἱ, Troglodytes, cave-men, an Aethiopian tribe, Hdt.