μετεωρισμός
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ὁ, A = μετεώρισις 1, Hp.Prog.9 (pl.); τῶν ποδῶν Arist.IA711b23; τοῦ ὅλου σώματος ib.713a23; rising to the surface, of roots, Thphr.CP1.3.5. II being raised up: hence, swelling, Hp.Art.50. 2 μετεωρισμός γνώμης = mental trouble or disturbance, Id.Acut. (Sp.) 14 (γνώμης is prob. interpol.), cf. Vett.Val.185.20 (pl.); wild thinking, vain imagining, Metrod.Herc.831.4, 12 (pl.). 3 delay, procrastination, PMasp.32.55 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 159] ὁ, Erhebung, u. übertr., Erhebung der Seele durch Hoffnung, Muth, Stolz u. vgl., Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωρισμός: -οῦ, ὁ, τὸ μετεωρίζειν, τῶν ποδῶν Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 12, 10, πρβλ. 15, 9. ΙΙ. σήκωμα, ἐλαφρὸν ἐν τοῖς μ. Ἱππ. Προγν. 39· οἴδησις, φούσκωμα, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 818. 2) ἔπαρσις, φύσημα τῆς διανοίας, ὑπερηφανία, μ. γνώμης ὁ αὐτ. ἐν 398. 47· - ὡσαύτως μετεώρισμα, τό, Ἡσύχ. ἐν λέξ. φρύαγμα.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μετεωρισμός) μετεωρίζω
1. μετεώριση, ανύψωση («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», Αριστοτ.)
2. οίδημα, φούσκωμα
νεοελλ.
ιατρ. διόγκωση του κοιλιακού χώρου που οφείλεται στην παρουσία μεγάλου όγκου αερίων στον στόμαχο ή στο έντερο
μσν.
1. αστεϊσμός, πείραγμα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
3. αναβολή, αργοπορία, χρονοτριβή
αρχ.
1. έπαρση, υπερηφάνεια
2. εκδήλωση θεϊκής οργής («ἐπ' ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμοὺς σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ», ΠΔ)
3. η άνοδος και η έξοδος της ρίζας φυτού στην επιφάνεια της γης.
Russian (Dvoretsky)
μετεωρισμός: ὁ Arst. = μετεώρισις.