ἔνδηλος

From LSJ
Revision as of 11:25, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνδηλος Medium diacritics: ἔνδηλος Low diacritics: ένδηλος Capitals: ΕΝΔΗΛΟΣ
Transliteration A: éndēlos Transliteration B: endēlos Transliteration C: endilos Beta Code: e)/ndhlos

English (LSJ)

ον, A visible, manifest, clear, ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγειν S.Ant. 405; ἔ. τι ποιεῖν Th.4.132. 2 manifest, discovered, known, mostly of persons, Ar.Eq.1277, Th.6.36; τινί Id.4.41: with a part., ἔνδηλοι ἔστε . . βαρυνόμενοι Id.2.64, cf. Pl.Phd.88e, Tht.174d, D.21.198; of things, τί τὸ ὑποκείμενον, οὐκ ἔστιν ἔνδηλον Arist.de An.422b34. II Adv. -λως: Sup. -ότατα, προλέγειν Th.1.139.

German (Pape)

[Seite 833] verstärktes simplex, offenbar, deutlich ἆρ' ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγω Soph. Ant. 401; At Equ. 1277; – c. partic., ἔνδηλός τι ἐγένετο ἀχθόμενος Plat. Phaed. 88 e, wie Theaet. 274, u. Folgende; – ἐνδηλότατα προὔλεγον Thuc. 1139.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδηλος: -ον, = δῆλος, φανερός, κατάδηλος, ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγειν Σοφ. Ἀντ. 405· ἔνδ. ποιεῖν τι Θουκ. 4. 132. 2) ἐπὶ προσώπων, φανερός, γνωστός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1277, Θουκ. 4. 41, 6. 36, κτλ.· τί τὸ ὑποκείμενον, οὐκ ἔστιν ἔνδηλον Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 4· μετὰ μετοχ., ἔνδηλοι ἔστε... βαρυνόμενοι Θουκ. 2. 64, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 88Ε, Θεαίτ. 174D, Δημ. 578. 15. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐνδήλως, συγκρ. ἐνδηλότατα, Θουκ. 1. 139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
clair, évident ; en parl. de pers. qui dit ou fait qch manifestement, connu pour avoir dit ou fait qch ; ἔνδηλοί ἐστε βαρυνόμενοι THC il est évident que vous êtes accablés.
Étymologie: ἐν, δῆλος.

Spanish (DGE)

-ον
I concr.
1 ref. a la percepción visual claramente visible, que se aprecia u observa con facilidad πάντων ὁμοῦ ἐόντων οὐδὲν ἔνδηλον ἦν ὑπὸ σμικρότητος al estar juntas todas las cosas ninguna era claramente visible debido a su pequeñez Anaxag.B 1, cf. 4, τὰ δ' ἤθη τῶν ζῴων ἐστὶ ... ἧττον ἡμῖν ἔνδηλα κατὰ τὴν αἴσθησιν Arist.HA 608a12, τὰς ἐντομὰς ἐνδήλους σφόδρα καὶ βαθείας Thphr.HP 6.2.5, τὰ μὲν παραυτίκα ἔνδηλα γίνεται, τὰ δ' ὕστερον χρόνῳ ἀναφαίνεται algunos (padecimientos) pueden apreciarse al momento, otros aparecen tiempo después Hp.Morb.1.22.
2 ref. al sentido del gusto distinguible, claramente perceptible (χυλός) ὃς καὶ ἀποπλυθέντων ὅλως ἔ. ἔστιν κατὰ τὴν γεῦσιν Thphr.CP 6.10.6, cf. 6.7.4.
II fig., ref. a la percepción intelectual
1 de abstr. claro, evidente, manifiesto ἔνδηλόν τι ποιεῖν τοῖς Ἀθηναίοις βεβαιότητος πέρι Th.4.132, ἆρ' ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγω; ¿hablo claro y diáfano? S.Ant.405, τί τὸ ἓν τὸ ὑποκείμενον ... οὐκ ἔστιν ἔνδηλον Arist.de An.422b34, τῇ περὶ τὰς γυναῖκας ἀγαπήσει ... ἔ. ἦν ἡ χαρὰ τῆς πόλεως la alegría de la ciudad se evidenciaba en las muestras de afecto hacia las mujeres Plu.Cor.37
neutr. plu. sup. como adv. ἐνδηλότατα προύλεγον manifestaron con la mayor claridad Th.1.139
ἔνδηλον ποιεῖν poner de manifiesto, mostrar a las claras c. part. τὸ γὰρ τοιοῦτον ἤδη ἔνδηλον ποιεῖτι ὄν tal cosa basta para poner de manifiesto que algo existe Epicur.Nat.15.20.3.
2 de pers. conocido, bien conocido εἰ ... αὐτὸς ἦν ἔ. si fuera conocido por sí mismo Ar.Eq.1277
reconocible, distinguible ὡς ὁ Σίσυφος πολὺς ἔ. ἐν σοί S.Fr.567.
3 ἔ. εἶναι, γίγνεσθαι quedar al descubierto, en evidencia οὐ βουλόμενοι ἔνδηλοι εἶναι τοῖς Ἀθηναίοις Th.4.41, cf. 6.36
c. part. pred. ser evidente, dar muestras claras τούτῳ ἔ. ἐγίγνετο ἐπιβουλεύων resultaba evidente que conspiraba contra éste X.An.2.6.23, μήτε ἔνδηλοι ἔστε τοῖς παροῦσι πόνοις βαρυνόμενοι ni dejeis en evidencia que llevais mal las actuales circunstancias Th.2.64, ἐμοὶ ... ἔνδηλοί τινες ἦσαν ἀχθόμενοι D.21.198, cf. Pl.Phd.88e.
III adv. -ως manifiestamente, visiblemente ταῦτ' οὐκ ἀλλοτρίωσις ἐ. Θεοῦ; Gr.Naz.M.37.824A, cf. Poll.6.207.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνδηλος, -ον)
1. φανερός, ολοφάνερος
2. (για πρόσ.) γνωστόςκαίπερ οὐ βουλόμενοι ἔνδηλοι εἶναι τοις Ἀθηναίοις», Θουκ.).

Greek Monotonic

ἔνδηλος: -ον, = δῆλος·
I. 1. φανερός, εμφανής, προφανής, σαφής, καταφανής, ολοφάνερος, σε Σοφ., Θουκ.
2. λέγεται για πρόσωπα, εμφανής, ορατός, αυτός που έχει αποκαλυφθεί, ανακαλυφθεί, γνωστός, πασίδηλος, οφθαλμοφανής, σε Αριστοφ., Θουκ.
II. επίρρ. -λως, υπερθ. -ότατα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνδηλος:
1) ясный, очевидный (ἔνδηλόν τι ποιεῖν Thuc. и ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγειν Soph.; τὰ ἤθη τῶν ζῴων Arst.);
2) явственный, заметный (κηλῖδες Arst.; ἴχνος Plut.): ἔ. τι ἐγένετο ἀχθόμενος Plat. было видно, что он огорчен;
3) известный (ἄνθρωπος Arph.).

Middle Liddell

ἔν-δηλος, ον adj = δῆλος,]
I. visible, manifest, clear, Soph., Thuc.
2. of persons, manifest, discovered, known, Ar., Thuc.
II. adv. -λως, Sup. -ότατα, Thuc.

English (Woodhouse)

clear, evident, manifest

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)