ἀγνόημα

From LSJ
Revision as of 15:26, 25 October 2021 by Spiros (talk | contribs)

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγνόημα Medium diacritics: ἀγνόημα Low diacritics: αγνόημα Capitals: ΑΓΝΟΗΜΑ
Transliteration A: agnóēma Transliteration B: agnoēma Transliteration C: agnoima Beta Code: a)gno/hma

English (LSJ)

τό,
A fault of ignorance, oversight, ψυχῆς Gorg.Hel. 19, ἀγνόημα ἕτερον προσαγνοεῖν Thphr.HP9.4.8, cf. D.S.1.1, Hipparch. 1.3.11, LXX To.3.3, Ep.Heb.9.7; in plural, opp. ἁμαρτήματα, PTeb.5.3 (ii B. C.).
II ignorance, περί τινος Str.7.2.4.
III object of ἄγνοια, Dam.Pr.7.

German (Pape)

[Seite 17] τό, Irrthum, Versehen, Theophr., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγνόημα: τό, σφάλμα ἐξ ἀγνοίας, παραδρομή, ἁμάρτημα, ἀγνόημα ἕτερον προσαγνοεῖν, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9.4, 8. πρβλ. Ἑβδ. καὶ Κ. Δ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ignorance;
2 faute par ignorance, erreur.
Étymologie: ἀγνοέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1error, falta cometida por ignorancia ψυχῆς Gorg.B 11.19
esp. de errores científicos, políticos μεῖζον ἕτερον ἀ. προσηγνόουν Thphr.HP 9.4.8, cf. Hipparch.1.3.11, D.S.1.1, ὅτι ὅλον τὸ ἀ. ἐστι περὶ τὸν μῦθον D.Chr.60.2, cf. LXX Ge.43.12
falta por ignorancia, yerro frec. falta leve ἁμαρτίαι καὶ ἀγνοήματα LXX To.3.3, τοῦ λαοῦ Ep.Hebr.9.7.
2 infracción involuntaria ἀφιᾶσι τοὺς ὑπὸ τὴν βασιλήαν πάντας ἀγνοημάτων ἁμαρτημάτων amnistían a todos los sujetos del reino de sus infracciones involuntarias o intencionadas, COrd.Ptol.53bis.3 (II a.C.), cf. ID 1518.2 (II a.C.), LXX 1Ma.13.39.
II 1ignorancia οὐκ οἶδ' ὅ τι λέγω ... τό τ' ἀγνόημα τοῦτ' ἔχει μοι κατὰ τρόπον no sé qué decir ... y esta ignorancia es para mí apropiada Men.(?) en PKöln 203.B.14, c. περί y gen., Str.7.2.4.
2 objeto de la ignorancia Dam.Pr.7.

English (Abbott-Smith)

ἀγνόημα, -τός, τό (< ἀγνοέω), [in LXX: Ge 43:12 (מִשְׁגֶּה), To 3:3, Jth 5:20, Si 23:2 51:19, I Mac 13:39 *;]
a sin of ignorance (so in π.; v. MM, VGT, s.v.): He 9:7. †

English (Strong)

from ἀγνοέω; a thing ignored, i.e. shortcoming: error.

English (Thayer)

(τος τό, a sin (strictly, that committed through ignorance or thoughtlessness (A. V. error)): ἀγνοέω, c. (and Trench, § lxvi.).

Greek Monotonic

ἀγνόημα: τό (ἀγνοέω), σφάλμα από άγνοια, από λάθος, παραδρομή, παράβλεψη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀγνόημα: ατος τό неведение, заблуждение Plut.

Middle Liddell

ἀγνοέω
a fault of ignorance, error, NTest.

Chinese

原文音譯:¢gnÒhma 阿格-挪誒馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:不-知道(果效)
字義溯源:被忽視的事,過失,忽視的罪,過錯;源自(ἀγνοέω)=不知道);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(νοέω)=理解)組成;而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)。這字僅在( 來9:7)用過一次,說到大祭司帶著血為自己和百姓的過錯獻上。
同義字:1) (ἀγνόημα)被忽視的事 2) (ἀδίκημα)惡行 3) (ἀδικία)不公義 4) (ἁμάρτημα)罪 5) (ἁμαρτία)罪惡 6) (ἀνομία)不法 7) (παράβασις)違犯 8) (παρανομία)犯罪 9) (παράπτωμα)過犯 10) (πονηρία)邪惡
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 過錯(1) 來9:7