ἐμβαδόν

From LSJ
Revision as of 10:10, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ," to ",")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβᾰδόν Medium diacritics: ἐμβαδόν Low diacritics: εμβαδόν Capitals: ΕΜΒΑΔΟΝ
Transliteration A: embadón Transliteration B: embadon Transliteration C: emvadon Beta Code: e)mbado/n

English (LSJ)

(A), Adv. A by land,= πεζῇ, Il.15.505; wading, Paus.10.20.8.
ἐμ-βᾰδόν (B), τό, A a surface, area (opp. περίμετρος, Herm.in Phdr.p.108A.), Plb.6.27.2, Phld.Sign.15,al., Hero *Deff.117, POxy.505.6 (ii A.D.), Theo Sm. p.126 H., etc.: hence, in Arith., product of integers (opp. περίμετρος 'sum'), Theol.Ar.10. II as adjective, δάκτυλος ἐμβαδός square inch, Hero *Mens.23.

German (Pape)

[Seite 803] τό, die Grundfläche, Pol. 6, 27, 2; Flächeninhalt, Mathem. einherschreitend; zu Fuß, zu Lande; ἵξεσθαι ἣν πατρίδα Il. 15, 505; Paus. 10, 20, 8; bei Strab. 2, 4, 1 em.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβαδόν: ἐπίρρ., διὰ ξηρᾶς, πεζῇ, «περπατῶντας», ἦ ἔλπεσθ’, ἢν νῆας ἕλῃ κορυθαίολος Ἕκτωρ, ἐμβαδὸν ἴξεσθαι ἣν πατρίδα γαῖαν ἕκαστος; Ἰλ. Ο. 505· πεζῇ διὰ μέσου ὕδατος, Παυσ. 10. 20, 8.

French (Bailly abrégé)

1 le sol;
2 t. de math. surperficie.
3 adv.en marchant ; par terre.
Étymologie: ἐμβαίνω.

English (Autenrieth)

on foot (over the sea), Il. 15.505†.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. caminando, a pie ἐ. ἵξεσθαι Il.15.505, διελθεῖν ἐ. τὸ ὕδωρ Paus.10.20.8, cf. A.D.Adu.198.1.

Greek Monolingual

(I)
ἐμβαδόν (Α) εμβαίνω
επίρρ. με τα πόδια, περπατώντας («ἦ ἔλπεσθ', ἤν νῆας ἕλῃ... Ἕκτωρ, ἐμβαδόν ἵξεσθαι ἥ ν πατρίδα γαῖαν ἕκαστος» — αλήθεια πιστεύετε, αν καταλάβει τα πλοία ο Έκτωρ... ότι θα πάει με τα πόδια [[[μέσα]] απ' τη θάλασσα] ο καθένας στην πατρίδα του;).
(II)
το (AM ἐμβαδόν)
νεοελλ.
ο αριθμός σε τετραγωνικά μέτρα ή πήχεις που προκύπτει από τη μέτρηση της επιφάνειας
αρχ.
ορισμένη επιφάνεια, χώρος.

Greek Monotonic

ἐμβᾰδόν: επίρρ. (ἐμβαίνω), πεζή, περπατώντας, απ' την ξηρά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβᾰδόν:
I τό площадь, поверхность (τετράπλεθρον Polyb.).
II adv. пешком, т. е. сухим путем (ἵξεσθαι πατρίδα γαῖαν Hom.).

Middle Liddell

ἐμβᾰδόν, adv. ἐμβαίνω
1. on foot, by land, Il. 2 surface, area.