ἀντίκρουσις
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
εως, ἡ, abrupt close, in a rhetorical period, Arist. Rh.1409b22; hindrance, check, Plu.2.721b; dub. sens. in Aeschin. 1.168, perhaps repartee.
German (Pape)
[Seite 253] ἡ, das Zurückstoßen, Widersetzlichkeit, Plut. Marc. 28; λέγειν ἀντίκρουσιν πρός τινα, deklamatorische Wechselreden halten, Aeschin. 1, 168.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίκρουσις: -εως, ἡ, τὸ ἀντικρούειν τινί, ἐμπόδιον, αἰφνίδιος ἀντίστασις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6, Πλούτ. 2. 721Β: ἡ ἔννοια ἀμφίβολος ἐν Αἰσχίν. 24. 10, ἴσως ἑτοιμολογία, εὔστοχος ἀπάντησις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 choc en sens contraire;
2 réplique.
Étymologie: ἀντικρούω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 miembro de final brusco en un período retórico, Arist.Rh.1409b22, καὶ λέγοι ἀντικρούσεις πρὸς ἕτερον παῖδα y decía que intercambiaba réplicas con otro niño Aeschin.1.168.
2 resistencia ἀ. τῆς δίνης Arist.Mete.371a11
•resistencia, obstáculo, choque ἡ δὲ φωνὴ ... λαμβάνει ... πολλὰς ἀντικρούσεις καὶ διατριβάς Plu.2.721b, cf. Arist.Insomn.461a11.
Greek Monotonic
ἀντίκρουσις: -εως, ἡ, αντίθετο χτύπημα, εμπόδιο· ετοιμολογία, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίκρουσις: εως ἡ
1) обратный толчок, противодействие, задержка Arst., Plut.;
2) столкновение, стычка: ἀντικρούσεις πρός τινα λέγειν Aeschin. препираться с кем-л.
Middle Liddell
[from ἀντικρούω
a striking against, hindrance: a repartee, Aeschin.