Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαλαγχάνω

From LSJ
Revision as of 10:54, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλαγχάνω Medium diacritics: διαλαγχάνω Low diacritics: διαλαγχάνω Capitals: ΔΙΑΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: dialanchánō Transliteration B: dialanchanō Transliteration C: dialagchano Beta Code: dialagxa/nw

English (LSJ)

A divide or part by lot, Hdt.4.68, A.Th.789 (lyr.), 816 (tm.), X.Cyr.7.3.1, etc.; θηκτῷ σιδήρῳ δῶμα δ. E.Ph.68: metaph., tear in pieces, Id.Ba.1291. II obtain a share by inheritance, Leg.Gort.8.4,24; obtain by lot, D.H.3.48. III share with, τινὶ λείας Procop.Goth.4.18.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -λανκάνω ICr.4.72.5.50, 8.4, 45 (V a.C.)
• Morfología: [cret. aor. part. fem. διαλακόνσαν ICr.4.72.8.4, 24]
1 rel. c. la herencia obtener tras reparto, recibir en un reparto καί σφε σιδαρονόμῳ διὰ χερί ποτε λαχεῖν κτήματα A.Th.789 (tm.), θηκτῷ σιδήρῳ δῶμα διαλαχεῖν τόδε E.Ph.68, τōν δ' ἄλλον τὰν μι<ν>αν διαλακόνσαν obteniendo la mitad de las demás cosas, ICr.4.72.8.4, cf. 45 (V a.C.), τὰ ἱερὰ τοὺς ἀνιέρους διειληχότας Ph.2.306, cf. 327.
2 repartirse por sorteo τὰ χρήματα Hdt.4.68, Antipho Soph.B 116, ἅπασαν γῆν Pl.Criti.109b, c. gen. partit. διαλακόνσαν τōν κρɛ̄μάτον ICr.4.72.8.24 (V a.C.), c. gen. y dat. οὐδὲ τῆς λείας Κουτριγούροις διαλαγχάνοντες Procop.Goth.4.18.20
gener. repartir(se) Ἀκτέωνα διέλαχον κύνες E.Ba.1291
compartir de las almas μοίρας (τοῦ σώματος) διέλαχον Plot.4.3.6.
3 obtener por sorteo, tocar en suerte οἷον πολεμίαν διαλαχούσας στάσιν ἰδέας ideas a las que les ha tocado en suerte una especie de disensión enemiga interna Pl.Plt.307c, τὰ ἱερεῖα X.Ath.2.9, τρεῖς (σημαίας) Plb.6.33.5, τὰς φυλακάς Plb.6.35.11, κώμας X.An.4.5.23, τόπον D.H.3.48, cf. 7.13, 9.52, τὸ οἰκεῖον Plu.2.719b, τὰ οἰκήματα Paus.6.20.11
echar a suerte por turno sucesivo en los juegos διαλαγχάνειν οὖν αὐτούς, καὶ τὸν λαχόντα ... Seleuc.80, οὐ γὰρ ἐθέλουσιν ἀγώνων νόμῳ πρὸς ἀλλήλας διαλαγχάνειν Fauorin.de Ex.5.41.

German (Pape)

[Seite 585] (s. λαγχάνω), durchs Loos vertheilen; χρήματα Her. 4, 68; γῆν κατὰ τοὺς τόπους οἱ θεοὶ δ. Plat. Critia. 109 a; Xen. Cyr. 7, 3, 1. Uebh. = zerstückeln; Aesch. Spt. 816; Eur. Bacch. 1290, von Hunden.

Greek (Liddell-Scott)

διαλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι, διαιρῶ ἢ χωρίζω διὰ κλήρου, Ἡροδ. 4. 68, Αἰσχύλ. Θήβ. 789, 816, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 1, κτλ., πρβλ. Ruhnk. Τίμ.· θηκτῷ σιδήρῳ δῶμα δ. Εὐρ. Φοιν. 68· -- μεταφ., σπαράττων κόπτω εἰς τεμάχια, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1292.

French (Bailly abrégé)

f. διαλήξομαι, etc.
1 partager entre soi par la voie du sort;
2 partager violemment, déchirer, briser.
Étymologie: διά, λαγχάνω.

Greek Monolingual

διαλαγχάνω (AM) λαγχάνω
1. διαιρώ ή διαμοιράζω με κλήρο
2. παίρνω με κλήρο
3. κατατεμαχίζω, κατασπαράζω.

Greek Monotonic

διαλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, διαιρώ ή χωρίζω με κλήρο, κληρώνω, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν.· δῶμα σιδήρῳ δ., σε Ευρ.· κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διαλαγχάνω: (fut. διαλήξομαι, aor. 2 διέλαχον)
1) делить между собой по жребию (χρήματα Her.; ἁμάξας Xen.);
2) распределять между собой (γῆν κατὰ τοὺς τόπους Plat.; κτήματα σιδαρονόμω χερί - in tmesi Aesch.; σιδήρῳ δῶμα Eur.; χώραν Plut.);
3) разрывать на части (Ἀκταίωνα διέλαχον κύνες Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-λαγχάνω verkrijgen (door loting):. οἷον πολεμίαν διαλαχούσας στάσιν ἰδέας begrippen die als het ware elk een plaats in een vijandig kamp gekregen hebben Plat. Plt. 307c. verdelen (door loting):; διέλαχον... σιδήρῳ κτημάτων παμπησίαν met ijzer verdeelden zij het gehele erfbezit Aeschl. Sept. 816; τὰ χρήματα de bezittingen onderling verdelen Hdt. 4.68.3; overdr. in stukken scheuren. · Ἀκταίωνα διέλαχον κύνες honden verscheurden Actaeon Eur. Bac. 1291.

Middle Liddell

fut. -λήξομαι
to divide or part by lot, Hdt., Aesch., Xen.; δῶμα σιδήρῳ δ. Eur.:— to tear in pieces, Eur.