βουλευτός
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ή, όν, A devised, plotted, A.Ch.494. II matter for deliberation, Arist.EN1113a2, etc. III βουλευτός, = βουλευτής, Hsch.
German (Pape)
[Seite 457] berathschlagt, überlegt, Aesch. Ch. 494; worüber berathschlagt werden kann, Arist. Eth. 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
βουλευτός: -ή, -όν, ἐπινοηθείς, σχεδιασθείς, Αἰσχύλ. Χο. 494. ΙΙ. ἀντικείμενον σκέψεως καὶ συζητήσεως, ὑπόθεσις πρὸς ἐξέτασιν, σκέψιν καὶ ἀπόφασιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 17, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
délibéré, réfléchi.
Étymologie: adj. verb. de βουλεύω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): dór. βωλ- Call.Lau.Pall.38
I planeado, instigado, decidido θάνατος Call.l.c.
II subst.
1 ὁ β. consejero Hsch.
2 neutr. objeto de deliberación β. δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό Arist.EN 1113a2.
Greek Monolingual
βουλευτός, -ή, -όν (Α) βουλεύω
1. επινοημένος, σχεδιασμένος
2. αυτός για τον οποίο πρέπει να γίνει συζήτηση και να ληφθεί απόφαση.
Greek Monotonic
βουλευτός: -ή, -όν, επινοημένος, σχεδιασμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βουλευτός:
1) придуманный, нарочно устроенный (καλύμματα Aesch.);
2) подлежащий обсуждению (τὰ πρὸς τὰ τέλη Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουλευτός -ά -όν βουλεύω
1. beraamd, gepland:. βουλευτοῖσιν ἐν καλύμμασιν in tevoren gepland omhulsel Aeschl. Ch. 494.
2. waarover valt te beraadslagen:. βουλευτὸν δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό voorwerp van beraad en voorwerp van keuze zijn identiek Aristot. EN 1113a2.
Middle Liddell
[from βουλήεις
devised, plotted, Aesch.