ἐκμανθάνω
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
English (LSJ)
A learn thoroughly, and, in past tenses, to have learnt thoroughly, know full well, ἐ. τὴν [Ἑλλάδα] γλῶσσαν Hdt.2.154; ἀνδρὸς ψυχήν S.Ant.175; ἐ. τι ἀπό τινος A.Pr.256; ἔκ τινος Pl.Ax.371a; παρά τινος S.OT286; τοῦ θεοῦ τί πρακτέον ib.1439, cf. OC114, Ar.Ec. 244; ἐ. ὅτι.. Hdt.3.134. II examine closely, search out, Id.7.28, E.IT667, X.Cyr.1.6.40. III learn by heart, ὅλους ποιητάς Pl. Lg.811a, cf.Aeschin.3.135; ᾄσματα Thphr.Char.27.7; Σαπφοῦς τἀρωτικά Epicr.4; Διονυσίου δράματα Ephipp.16; ἵνα πολλάκις ἀκούοντες τῶν ἐπῶν ἐκμανθάνωμεν τὴν ἔχθραν Isoc.4.159.
German (Pape)
[Seite 768] (s. μανθάνω), (von Grund aus) erlernen, lernen; τέχνας ἀπό τινος Aesch. Prom. 254; μάθησιν οὐ καλήν Soph. Tr. 450; παρά τινος O. R. 287; τῶν δ' ἕως ἂν ἐκμάθω, τίνας λόγους ἐροῦσιν O. C. 114; τοῦ θεοῦ, vom Gotte, 1439, wie Ar. Eccl. 244; Her. 2, 91 u. Folgde; ποιητὰς ὅλους, auswendig lernen, Plat. Legg. VII, 811 a (wie Aesch. 3, 135); ἐκ δέλτων Axioch. 371 a; ἔχθραν Isocr. 4, 159, sich fest einprägen; – genau untersuchen; Her. 7, 28; Xen. Cyr. 1, 6, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμανθάνω: μέλλ. -μαθήσομαι, μανθάνω ἐντελῶς, καὶ ἐν παρῳχημένοις χρόνοις, ἔμαθον ἐντελῶς, γνωρίζω πολὺ καλά, ἐκμ. τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν Ἡρόδ. 2. 154· ἀνδρὸς ψυχὴν Σοφ. Ἀντ. 175· ἐκμ. τι ἀπό τινος Αἰσχύλ. Πρ. 254· ἔκ τινος Πλάτ. Ἀξ. 371Α· παρά τινος Σοφ. Ο. Τ. 286· τινος αὐτόθι 1439, Ο. Κ. 114, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 244· ἐκμ. ὅτι.., Ἡρόδ. 3. 134. ΙΙ. ἐξετάζω αὐστηρῶς, ἐρευνῶ μετὰ προσοχῆς, Ἡρόδ. 7. 28, Εὐρ. Ι. Τ. 667, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40. ΙΙΙ. μανθάνω ἀπὸ στήθους, ὅλους ποιητὰς Πλάτ. Νόμ. 811Α· Σαπφοῦς τἀρωτικὰ Ἐπικράτ. ἐν «Ἀντιλαΐδι» 3· Διονυσίου δράματα Ἔφιππ. ἐν «Ὁμοίοις» 2· ἵνα πολλάκις ἀκούοντες τῶν ἐπῶν ἐκμανθάνωμεν τὴν ἔχθραν Ἰσοκρ. 74Β.
French (Bailly abrégé)
1 interroger (qqn);
2 chercher à savoir, examiner à fond;
3 apprendre à fond : τι ἀπό τινος, παρά τινος, τινος qch de qqn ; particul. apprendre par cœur, acc. ; à l’ao. et au pf. savoir, connaître exactement.
Étymologie: ἐκ, μανθάνω.
English (Slater)
ἐκμανθᾰνω learn fully about c. acc. μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών (I. 5.56)
Spanish (DGE)
• Morfología: aor. inf. ἐκμαθέειν IPompeiopolis 29.6 (imper.)
I en aor., c. valor puntual
1 llegar a conocer, enterarse
a) c. ac. de abstr. γενεὰν Κλεονίκου Pi.I.5.56, cf. A.Fr.300.1, S.OT 1085, ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant.175, cf. Hdt.9.7β, πάντ' Ἀχαιῶν ἐκμαθὼν βουλήματα E.Rh.156, περὶ πάντων ἀνθρώπων γνώμας Io Phil.B 4, cf. Pl.Phdr.228d, σαυτῆς ... πόνους A.Pr.776, cf. E.Med.220, οὐκ ἂν αἰῶν' ἐκμάθοις βροτῶν S.Tr.2, χρονίους πρήξιας IG 22.3669.15 (III d.C.), τὰ τοῦ θεοῦ ... χρηστήρια E.Io 532, μῦθον ... σαφῶς E.Heracl.180, τὸ ἀληθές D.L.2.22, ἅπασαν ... Αἰγυπτίων σοφίαν Amph.Seleuc.221
•esp. c. datos o hechos concr. ὡς ἂν τέρματ' ἐκμάθῃς ὁδοῦ A.Pr.706, τὸ γὰρ ποθοῦν S.Tr.196, τὰ πράγματα Hdt.1.185, cf. 8.133, πᾶν τὸ ἐόν Hdt.9.11, τὸ προσωτέρω τῆς Ἑλλάδος Hdt.3.137, τὰ ὀνόματα (τῶν νούσων) Hp.Acut.6, ἐπίσχετ'· αὐδὴν τῶν ἔσωθεν ἐκμάθω ¡callad, que me entere de lo que se dice ahí dentro! E.Hipp.567
•c. ac. del pron. neutr. κεῖνο δ' ἐκμαθεῖν θέλω A.Pers.230, cf. S.OC 575, τάδ' ἐκμαθεῖν σαφῶς S.OT 1065, cf. A.Pr.876, αὐτό Luc.Pseudol.13, ὅπως ... ὧν τ' οὐδὲν εἰσήκουσας ἐκμάθῃς θ' ἃ δεῖ S.Tr.337, cf. OT 835
•frec. c. el compl. implíc. en el cont. ὁ ξένος ἵν' ὀρθῶς ἐκμάθῃς μ' ἀπώλεσεν E.Cyc.676, ἐκμαθοῦσα δ' εὖ E.Hel.320, cf. Pl.Ti.47c, Lib.Ep.73.1;
b) c. or. interr. indir. u otra complet. ἐκμαθεῖν τί πρακτέον enterarse exactamente de qué hay que hacer S.OT 1439, cf. 1443, E.Ph.863, Io 266, τῶνδ' ἕως ἂν ἐκμάθω τίνας λόγους ἐροῦσιν S.OC 114, ἵν' ἐκμάθῃς οἵων ὑπ' ἀνδρῶν ἥδε φρουρεῖται πόλις S.OC 1012, ἵνα καὶ Πέρσαι ἐκμάθωσι ὅτι ὑπ' ἀνδρὸς ἄρχονται Hdt.3.134, αὐτοὶ ἐξέμαθον καὶ τοὺς ἄλλους ἐξεδίδαξαν ὅτι ... D.C.5.4, ὡς δ' ἔστ' ἐμοὶ μὲν οὐχὶ ... ἔκμαθε entérate de por qué (Filoctetes) no quiere nada conmigo S.Ph.71, ἔκμαθ' εἰ σαφῆ λέγω S.El.1223, cf. E.Andr.1050, εἰ δέ τις ἐκμαθέειν ποθέει τίνος τόδε σῆμα IPompeiopolis l.c.;
c) c. gen., giro prep. o adv. indic. de dónde procede el conocimiento παρ' οὗ ... ἐκμάθοι σαφέστατα S.OT 286, ἐκμαθεῖν παρὰ τῶν θεῶν, εἰ ... Eun.VS 493, τι πλέον ἐντεῦθεν ... ἐκμαθεῖν Hld.2.10.1;
d) c. part. pred. del suj. ὡς δ' ἐγὼ θυμοφθορῶ μήτ' ἐκμάθοις παθοῦσα S.Tr.143, δεῖ γὰρ πόλιν τήνδ' ἐκμαθεῖν ... ἀτέλεστον οὖσαν E.Ba.40
•enterarse bien de, llegar a descubrir lo referente a qué o quién es alguien, c. ac. ext. de pers. o lugares τοὺς φύσαντας ἐκμαθεῖν θέλων E.Ph.34, νὴ τὸν Δί', ἐξέμαθές γε τὴν Ὀλυμπίαν ¡Por Zeus, te has enterado bien sobre Olimpia! Ar.V.1387, κἀμὲ τὸν εὐτέχνου φωτὸς στίχον ... ἔγμαθε estúdiame a fondo, poema obra de un hábil mortal, IPh.143.2 (I a.C.), ἐκμαθὼν τὴν τοῦ πατρὸς οἰκίαν habiendo descubierto cuál era la casa de (mi) padre Ach.Tat.2.15.1.
2 ref. algo que implica práctica llegar a conocer bien, aprender τὴν γλῶσσάν τε ἐκμαθεῖν καὶ τὴν τέχνην τῶν τόξων Hdt.1.73, cf. 2.154, 4.117, διάλεκτον Str.2.3.4, I.AI 20.264, τὰ ἤθεα τῶν νοσημάτων τε καὶ τῶν ἀλγεόντων Hp.Prorrh.2.3, cf. 21, Prog.25.13, dif. de ἐπίσταμαι: κακὰς τόλμας μήτ' ἐπισταίμην ἐγὼ μήτ' ἐκμάθοιμι que yo no investigue ni aprenda malas audacias S.Tr.583
•c. giro prep. de gen. ὁκότεροι παρὰ ἑτέρων ἐξέμαθον (no sé decir) cuáles de ellos lo aprendieron de los otros Hdt.2.104
•c. inf. αὐτόματον ἐκμαθεῖν γλωττοποιεῖν Ar.V.1282, ὑπὲρ σεαυτοῦ λέγειν ἔκμαθε Philostr.VA 6.36, ὡς ἂν ἀρούρας ἐκμάθωσι γαπονεῖν E.Rh.75, τὸ μηθὲν ἀδικεῖν ἐκμαθεῖν aprender a no cometer la injusticia Men.Cith.Fr.4.1.
II en perf. saber, tener sabido τὸ ... οὔνομα Hdt.2.91, τά σε καὶ πάλαι δοκέω πάντα ἐκμεμαθηκέναι σέο τε αὐτοῦ πέρι ὡς ἐπρήχθη ... Hdt.1.124, ἔκ τινων χαλκέων δέλτων ... ἐκμεμαθηκέναι ... τὴν ψυχὴν εἰς τὸν ἄδηλον χωρεῖν τόπον Pl.Ax.371a, τἀρωτίκ' ἐκμεμάθηκα Σαπφοῦς Epicr.4
•ser experto en esp. tras haber sobrepasado el período de aprendiz, dominar τὴν τέχνην ἐκμεμάθηκεν PRyl.654.17 (IV d.C.).
III en pres. y fut.
1 c. valor perfectivo aprender bien c. part. pred. del suj. τάχα δέ τις καὶ ἄλλος ἐκμαθήσεται ἁμαρτών y quizá también otros se darán cuenta de que han errado Hdt.5.91, c. ac. int. εἰ μὲν ἐκ κείνου μαθὼν ψεύδῃ, μάθησιν οὐ καλὴν ἐκμανθάνεις S.Tr.450
•aprender de memoria ὅλους ποιητάς Pl.Lg.811a, cf. Hp.Ma.285e, τὰς τῶν ποιητῶν γνώμας Aeschin.3.135, ᾄσματα Thphr.Char.27.7, λόγους Arist.SE 183b39, Διονυσίου δράματα Ephipp.16, ἵνα πολλάκις ἀκούοντες τῶν ἐπῶν ἐκμανθάνωμεν τὴν ἔχθραν ... πρὸς αὐτούς Isoc.4.159
•abs. τὸ μὴ γράφειν ἀλλ' ἐκμανθάνειν Pl.Ep.314b
•ref. artes y oficios aprender bien, hacerse experto en (πῦρ) ἀφ' οὗ γε πολλὰς ἐκμαθήσονται τέχνας el fuego, del que aprenderán muchas artes A.Pr.254, τέχνας τινὰς ἐκμανθάνειν PMich.532.5 (II d.C.).
2 c. valor conativo intentar conocer, investigar, estudiar τὰ σημεῖα ἐκμανθάνοντα πάντα κρίνειν estudiando bien todos los signos, emitir un juicio Hp.Prog.25, οὐ γὰρ ἄν ποτε δέλτον τ' ἔπεμπε καὶ τάδ' ἐξεμάνθανεν E.IT 667, τοὺς πόρους αὐτῶν ἐκμανθάνων X.Cyr.1.6.40, τὴν τούτου διάνοιαν ἐκμανθάνειν, μὴ μόνον τὰ ἔπη Pl.Io 530b
•abs. ἐκμάνθαν'· οὐ γὰρ δὴ φονεὺς ἁλώσομαι intenta investigar; no descubrirás que soy el asesino S.OT 576
•c. inf. τὴν διάνοιαν αὐτῶν ἐκμανθάνειν D.C.54.6.
3 c. valor puntual reconocer, darse cuenta ἁγὼ πανώλης ὄψ' ἄγαν ἐκμανθάνω demasiado tarde me doy cuenta de que yo soy el criminal S.OC 1264.
Greek Monolingual
(AM ἐκμανθάνω)
1. μαθαίνω πολύ καλά
2. αποστηθίζω
3. αποτυπώνω στη μνήμη μου
4. εξετάζω με λεπτομέρειες.
Greek Monotonic
ἐκμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι·
I. μαθαίνω κάτι τέλεια, και στους ιστορικούς χρόνους, γνωρίζω κάτι στην εντέλεια, γνωρίζω πάρα πολύ καλά, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. εξακριβώνω, εξετάζω διεξοδικά, ερευνώ προσεκτικά, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμανθάνω: (fut. ἐκμαθήσομαι)
1) основательно изучать (τι Aesch., Her., Eur., Plut., Luc.);
2) узнавать (τι ἀπό τινος Aesch. и τί τινος или τι παρά τινος Soph.); в aor. и pf. (у)знать (ἐκμαθεῖν τὸ φρόνημά τινος Her.; ἐκ δέλτων ἐκμεμαθηκέναι τι Plat.);
3) заучивать (ποιητὰς ὅλους Plat.; λόγους ῥητορικούς Arst.);
4) прочно усваивать, проникаться (τὴν ἔχθραν τὴν ὑπάρχουσαν πρός τινα Isocr.).
Middle Liddell
fut. -μᾰθήσομαι
I. to learn thoroughly, and, in past tenses, to have learnt thoroughly, to know full well, Hdt., Aesch., etc.
II. to examine closely, search out, Hdt., Eur., etc.