συλλαλέω
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
talk with or together, τινι PCair.Zen.315.2 (iii B.C.), PHib.1.66.4 (iii B.C.), LXXEx.34.35, Plb.4.22.8; μετά τινος Ev.Matt. 17.3, etc.; πρός τινα Ev.Luc.4.36; ἐπαχθέντες ἐπὶ τὸν δῆμον ὑπὲρ ἁπάντων OGI229.23 (Smyrna, iii B.C.); ὑπὲρ τοῦ ἐνδοῦναι Plb.1.43.1.
German (Pape)
[Seite 975] mit, zugleich, zusammen reden, τινί, Pol. 4, 22, 8 u. Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
συλλᾰλέω: λαλῶ μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τινι Πολύβ. 4. 22, 8· ἐπὶ τὸν δῆμον ὑπέρ τινος Συλλ. Ἐπιγρ. 1337. 23· μετά τινος Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 3, κτλ.· πρός τινα Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 36· ὑπὲρ τοῦ ἐνδοῦναι Πολύβ. 1. 43, 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler ensemble ou avec, τινι, πρός τινα, μετά τινος.
Étymologie: σύν, λαλέω.
English (Strong)
from σύν and λαλέω; to talk together, i.e. converse: commune (confer, talk) with, speak among.
English (Thayer)
(T WH συνλαλέω (cf. σύν, II. at the end; Tdf. Proleg., p. 76)), συλλάλω; imperfect 3rd person plural συνελάλουν; 1st aorist συνελάλησα; to talk with: τίνι, with one, Polybius 4,22, 8); μετά τίνος, πρός ἀλλήλους (R. V. spake together one with another), Winer's Grammar, § 52,4, 15.)
Greek Monotonic
συλλᾰλέω: μέλ. -ήσω, μιλώ ή συζητώ με κάποιον άλλο, συνομιλώ, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλ-λαλέω praten met, een gesprek hebben met, met μετά + gen., met πρός + acc.
Russian (Dvoretsky)
συλλαλέω: беседовать, вести беседу или переговоры (τινι ὑπέρ τινος Polyb.; τινι, μετά τινος и πρὸς ἀλλήλους NT).
Middle Liddell
fut. ήσω
to talk or converse with another, NTest.
Chinese
原文音譯:sullalšw 需而-拉累哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:共同-說 相當於: (דָּבַר) (שִׂיחַ)
字義溯源:商量,說話,談話,問;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀπολαλέω / λαλέω)*=說)組成。比較: (συνομιλέω)=互相交談
出現次數:總共(6);太(1);可(1);路(3);徒(1)
譯字彙編:
1) 說話(2) 太17:3; 可9:4;
2) 同⋯說話(1) 路9:30;
3) 商量了(1) 徒25:12;
4) 商量(1) 路22:4;
5) 問(1) 路4:36