ἔλδομαι

From LSJ
Revision as of 12:05, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλδομαι Medium diacritics: ἔλδομαι Low diacritics: έλδομαι Capitals: ΕΛΔΟΜΑΙ
Transliteration A: éldomai Transliteration B: eldomai Transliteration C: eldomai Beta Code: e)/ldomai

English (LSJ)

and ἐέλδομαι, poet. Verb, only pres. and impf., wish, long, c. inf., Il.13.638, Od.4.162, Pi.O.1.4: c. gen., long for, σὴν ἄλοχον τῆς αἰὲν ἐέλδεαι Od.5.210; ἐλδόμεναι πεδίοιο (of mules) eager to reach it, Il.23.122: c.acc., desire, ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Od.1.409, cf. Il.5.481: abs., νόστησας ἐελδομένοισι μάλ' ἡμῖν Od.24.400:—Pass. only once, νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος = be war now welcome to thee, Il. 16.494.

German (Pape)

[Seite 793] (Fελδ), gew. ἐέλδομαι, nur praes. u. impf., wünschen, verlangen; mit dem inf., ἐέλδετο γάρ σε ἰδέσθαι Od. 4, 162; Il. 13, 638; εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι φίλον ἦτορ Pind. Ol. 1, 4; mit dem gen., nach Etwas, πεδίοιο, nach der Ebene strebend, Il. 23, 122; ἐελδόμενός που ἐδωδῆς Od. 14, 42; Hes. O. 379 u. sp. D., wie Ap. Rh.; oder mit dem acc., κτήματα, τά τ' ἔλδεται ὅς κ' ἐπιδευής Il. 5, 481, vgl. Od. 1, 409; im partic. absolut, σφῶϊν ἐελδομένοισιν ἱκάνω, ich komme euch erwünscht, Od. 21, 209; Il. 7, 4. – Aber νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος κακός ist passivisch, Il. 16, 494.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλδομαι: καὶ ἐέλδομαι, Ἐπ. ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 638, Ὀδ. Δ. 162, οὕτω καὶ Πίνδ. ἐν Ο. 1. 6: ― μετὰ γεν., ἐπιθυμῶ σφόδρα, ποθῶ, σὴν ἄλοχον, τῆς αἰὲν ἐέλδεαι Ὀδ. Ε. 210· ἐλδόμεναι πεδίοιο (ἐπὶ ἡμιόνων), ποθοῦσαι νὰ φθάσωσιν εἰς αὐτό, Ἰλ. Ψ. 122· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἐφίεμαι, ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Ὀδ. Α. 409, πρβλ. Ἰλ. Ε. 481· ἀπολ., νοστήσας ἐελδομένοισι μάλ’ ἡμῖν Ὀδ. Ω. 400· - ὡς παθ. μόνον ἅπαξ, νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος, «ἐπιθυμείσθω» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 494. (Τοὺς τύπους ἐέλδομαι καὶ ἐέλδωρ πρέπει νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὴν √ ΕΛ, πιθαν. τὴν αὐτὴν τῇ √ΒΟΛ, ἐξ ἧς τὸ βούλομαι, κτλ., Λατ. VEL-LE).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 aspirer à, souhaiter, désirer : τινος, τι, qch;
2 Pass. être désiré.
Étymologie: R. Ϝελ = volo, vouloir, désirer.

English (Autenrieth)

(ϝελδ.), ἐέλδομαι: desire, long for; τινός, Ξ 2, Od. 5.210, etc.; also τὶ, Od. 1.409, and w. inf., Il. 13.638, Od. 20.35; in pass. signif., Il. 16.494.

English (Slater)

ἔλδομαι
   1 wish c. inf. εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἦτορ (O. 1.4)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐέλδομαι Od.1.409, 5.210
desear, ansiar, anhelar o simpl. buscar c. gen. ἐλδόμεναι πεδίοιο Il.23.122, σὴν ἄλοχον, τῆς αἰὲν ἐέλδεαι Od.5.210, πλούτου Hes.Op.381, ὕπνοιο A.R.3.747, φιλότητος A.R.Fr.12.9, Opp.C.3.147, πολέμοιο Q.S.1.20, c. ac. κτήματα πολλά Il.5.481, ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Od.1.409, c. inf. ἐξ ἔρον εἶναι Il.13.638, ἰδέσθαι σε Od.4.162, εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι Pi.O.1.4, ἀναδῦναι Opp.H.3.515, ἐλδομένοισι Κυτηίδα γαῖαν ἀμεῖψαι Orph.A.821, εἰς Ἀχέροντα φέρειν τὸν νέον ἐλδόμενοι ITyr 150, en v. pas. νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος sea deseada por ti la guerra, Il.16.494
frec. en part. anhelante ὡς δὲ θεὸς ναύτῃσιν ἐελδομένοισιν ἔδωκεν οὖρον Il.7.4, cf. 7, Od.24.400, AP 9.462, Nonn.Par.Eu.Io.6.17, Orph.A.475, Q.S.4.82, 1.272.
• Etimología: La forma ἐέλδομαι sugiere una r. *H1u̯el- ‘querer’ con alarg. -d-, cf. ἔλπω c. otro alarg. y lat. uelle sin alarg.

Greek Monolingual

ἔλδομαι και ἐέλδομαι (Α)
επιθυμώ, ποθώ.

Greek Monotonic

ἔλδομαι: Επικ. ἐέλδομαι, μόνο σε ενεστ. και παρατ., επιθυμώ, ποθώ να κάνω κάτι, με απαρ., σε Όμηρ.· με γεν., λαχταρώ, επιθυμώ διακαώς κάτι, στον ίδ.· με αιτ., επιθυμώ, ποθώ, στον ίδ. — ως Παθ., νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος, ας είναι τώρα ο πόλεμος ευπρόσδεκτος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔλδομαι: эп.-ион. тж. ἐέλδομαι (только praes. и impf.)
1) med. желать, жаждать (τινος Hom., Hes. и τι Hom.; ἰδέσθαι τινά Hom.; ἄεθλα γαρύεν Pind.): σφῶϊν ἐελδομένοισιν ἱκάνω οἴοσι Hom. только вам обоим и желателен мой приход;
2) med. стремиться, устремляться (πεδίοιο ἐλδόμενος Hom.);
3) pass. быть предметом желания, быть угодным (τινι Hom.).

Frisk Etymological English

See also: s. ἐέλδομαι

Middle Liddell


to wish, long to do a thing, c. inf., Hom: —c. gen. to long for, Hom.: c. acc. to desire, Hom.:—as Pass., νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος be war now welcome, Il. only in pres. and imperf.]

Frisk Etymology German

ἔλδομαι: {éldomai}
Forms: gew. ἐέλδομαι nur Präsensstamm
Grammar: v.
Meaning: sich sehnen, wünschen, verlangen (ep. poet. seit Il.),
Composita: ἐπιέλδομαι (A. R. 4, 783).
Derivative: Davon ἐέλδωρ n. (nur Nom.-Akk.) Wunsch, Verlangen (ep. seit Il.; ἔλδωρ Hdn., H.), auch ἐέλδω f. (Ibyk. 18; richtig?). Aus (ϝ)έλδομαι, ἐ-(ϝ)έλδομαι (Chantraine Gramm. hom. 1, 133 und 182).
Etymology: Keine außergriechische Entsprechung. Durch Zerlegung in (ϝ)ἐλδ-ομαι (mit präsensbildendem -δ-, Schwyzer 701f.) wird Anschluß erreicht an lat. vel-le usw.; Näheres s. ἔλπομαι. Nicht mit van Blankenstein IF 23, 134f., Brugmann Grundr.2 2: 3, 376 zu got. swiltan hinsterben usw., s. WP. 1, 294.
Page 1,485