ἐμβριμάομαι
English (LSJ)
(Act. only in Hsch., Suid.), c. aor. Med. et Pass., A snort in, ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας, of horses, A.Th.461, cf. Luc.Nec.20. 2 of persons, to be deeply moved, τῷ πνεύματι, ἐν ἑαυτῷ, Ev.Jo.11.33,38. II admonish urgently, rebuke, E.Fr. 1099: c. dat. pers., LXXDa.11.30, Ev.Matt.9.30, Marc.1.43.
Spanish (DGE)
(ἐμβρῑμάομαι)
• Morfología: [act. Hsch.s.u. ἐμβριμῆσαι]
I 1bramar, bufar de rabia ἵπποι ... ἐμβριμώμεναι A.Th.461, ἐμβριμώμενος ἀπὸ τῆς Αἴτνης dicho de Empédocles, Herm.Irris.8.1
•irritarse, enrabietarse E.Fr.1099, c. dat. Ῥωμαῖοι ... ἐμβριμήσονται αὐτῷ los romanos se irritarán con él LXX Da.11.30.
2 estremecerse, conmoverse Ἰησοῦς ... ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι Jesús se conmovió en su espíritu, Eu.Io.11.33, cf. 38, Cyr.Al.M.74.53A.
II conminar, ponerse serio c. dat. de pers. ἐνεβριμήθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς Eu.Matt.9.30, cf. Eu.Marc.1.43, Hsch.l.c., s.u. ἐμβριμώμενος.
German (Pape)
[Seite 806] darein schnauben; ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας Aesch. Spt. 443; darin brummen, murren, Luc. Necyom. 20. Uebh. auf Etwas zürnen, seinen Unwillen äußern, ἐνεβριμήθη αὐτοῖς Matth. 9, 30. – Das act, erwähnen nur Hesych. u. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβρῑμάομαι: ἀποθ. μετὰ μέσ. καὶ παθ. ἀορ., φυσῶ, ῥωθωνίζω, ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας, «θυμὸν πνεούσας καὶ φρυαττούσας» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 461. 2) ἐπὶ προσώπων δυσφορῶ, δυσανασχετῶ, γογγύζω, Λουκ. Νεκυομ. 20˙ βαθέως συγκινοῦμαι, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι Εὐαγγ. κ. Ἰω. ια΄, 33, 38. ΙΙ. μετὰ δοτ. προσ., προστάττω μετ’ ἐξουσίας, παραγγέλλω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 30, κ. Μάρκ. α΄, 43.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
gronder, frémir, s'irriter.
Étymologie: ἐν, βριμόομαι.
English (Strong)
from ἐν and brimaomai (to snort with anger); to have indignation on, i.e. (transitively) to blame, (intransitively) to sigh with chagrin, (specially) to sternly enjoin: straitly charge, groan, murmur against.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3), ἐμβριμωμαι, deponent verb, present participle ἐμβριμώμενος (Tdf. ἐμβριμουμενος; see ἐρωτάω, at the beginning); imperfect 3rd person plural ἐνεβριμῶντο (Tdf. ἐμβριμουντο, cf. ἐρωτάω as above); 1st aorist ἐνεβριμησαμην, and (L T Tr WH) ἐνεβριμήθην (Buttmann, 52 (46)); (βριμάομαι, from βρίμη, to be moved with anger); to snort in (of horses; German darein schnauben): Aeschylus sept. 461; to be very angry, to be moved with indignation: τίνι (Libanius), ἐν ἑαυτῷ, to charge with earnest admonition, sternly to charge, threateningly to enjoin: Mark 1:43.
Greek Monotonic
ἐμβρῑμάομαι: (ἐν), αποθ. με Μέσ. και Παθ. αόρ.
I. 1. ξεφυσώ, ρουθουνίζω, λέγεται για άλογα, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πρόσωπα, συγκινούμαι βαθιά, οργίζομαι, αγανακτώ, σε Καινή Διαθήκη
II. με δοτ. προσ., συμβουλεύω, προειδοποιώ, επιπλήττω, κατσαδιάζω, αποπαίρνω, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβρῑμάομαι:
1) (в чем-л.) храпеть, фыркать (ἵπποι ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμώμεναι Aesch.);
2) рычать, реветь (ἐνεβριμήσατο ἡ Βριμώ Luc.);
3) обращаться со строгостью: ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς λέγων NT он строго сказал им;
4) волноваться, скорбеть (ἐν ἑαυτῷ NT).
Middle Liddell
[ἐν]
I. Dep. c. aor. mid. et pass., to snort in, of horses, Aesch.
2. of persons, to be deeply moved, NTest.
II. c. dat. pers. to admonish urgently, rebuke, NTest.
Chinese
原文音譯:™mbrim£omai 恩-不里馬哦買
詞類次數:動詞(5)
原文字根:在內-打雷
字義溯源:氣憤,責罵,嚴嚴的囑咐,生氣,切切的囑咐;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,在內)與(βρέχω)X*=氣得鼻孔冒煙)組成
出現次數:總共(5);太(1);可(2);約(2)
譯字彙編:
1) 悲歎(2) 約11:33; 約11:38;
2) 他們⋯生氣(1) 可14:5;
3) 他⋯嚴嚴的囑咐(1) 可1:43;
4) 切切的囑咐(1) 太9:30