συμμιμητής
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, joint imitator, Ep.Phil.3.17.
German (Pape)
[Seite 983] ὁ, der mit oder zugleich Nachahmende (?).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
imitateur avec d'autres.
Étymologie: σύν, μιμέω.
Greek (Liddell-Scott)
συμμῑμητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μιμητής, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 17.
English (Strong)
from a presumed compound of σύν and μιμέομαι; a co-imitator, i.e. fellow votary: follower together.
English (Thayer)
(συμμορφίζω) (Tdf. συνμορφίζω (cf. σύν, II. at the end)): present passive participle συμμορφιζόμενος; (σύμμορφος); to bring to the same form with some other person or thing, to render like (Vulg. configuro): τίνι (R. V. becoming conformed unto), L T Tr WH. Not found elsewhere.
Greek Monolingual
ὁ, Α συμμιμοῦμαι
ο από κοινού με άλλον μιμητής («συμμιμηταί μου γίνεσθε, ἀδελφοί», ΚΔ).
Greek Monotonic
συμμῑμητής: -οῦ, ὁ, αυτός που μιμείται από κοινού, μιμητής από κοινού, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμμιμητής -οῦ, ὁ [συμμιμέομαι] navolger.
Russian (Dvoretsky)
συμμῑμητής: οῦ ὁ подражатель (σ. τινι γενέσθαι NT).
Middle Liddell
συμ-μῑμητής, οῦ, ὁ,
a joint-imitator, NTest.
Chinese
原文音譯:summimht»j 沁-米姆帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-模仿(者)
字義溯源:一同模仿者,一同效法;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(μιμέομαι)=模仿)組成,而 (μιμέομαι)出自(μιμνῄσκομαι)X*=效法)
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 一同效法(1) 腓3:17