δύναμαι
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
[ῠ], 2sg.
A δύνασαι Il.1.393, Od.4.374, S.Aj.1164 (anap.), Ar.Nu.811 (lyr.), Pl.574, X.An.7.7.8, etc.; δύνῃ Carm.Aur.19, also in codd. of S.Ph.798, E.Hec.253, Andr.239, and later Prose, Plb. 7.11.5, Ael.VH13.32; Aeol. and Dor. δύνᾳ Alc.Oxy.1788 Fr.15 ii 16, Theoc.10.2, also S.Ph.849 (lyr.), dub. in OT696 (lyr.); δύνῃ is subj., Ar.Eq.491, cf. Phryn.337; Ion. 3pl. δυνέαται Hdt.2.142; subj. δύνωμαι, Ion. 2sg. δύνηαι Il.6.229 (δυνεώμεθα -ωνται as vv.ll. in Hdt.4.97, 7.163); also δύνᾱμαι Sapph.Supp.3.3, GDI4952A 42 (Crete): impf. 2sg. ἐδύνω h.Merc.405, X.An.1.6.7; later ἐδύνασο Hp.Ep.16 (v.l. ἠδ.), Luc.DMort.9.1; Ion. 3pl. ἐδυνέατο Hdt.4.110, al. (ἠδ- codd.): fut. δυνήσομαι Od.16.238, etc.; Dor. δυνᾱσοῦμαι Archyt.3; later δυνηθήσομαι D.C.52.37: aor. ἐδυνησάμην Il.14.33, Ep. δυν- 5.621; subj. δυνήσωνται Semon.1.17, never in good Att., f. l. in D.19.323: Pass. forms, Ep., Ion., Lyr., ἐδυνάσθην or δυνάσθην Il.23.465, al., Hdt.2.19, al., Pi.O.1.56, Hp.Art.48 (v.l. δυνηθείη), also in X.Mem.1.2.24, An.7.6.20; Trag. and Att. Prose ἐδυνήθην S.Aj. 1067, OT1212 (lyr.), E.Ion867 (anap.), D.21.80,186: pf. δεδύνημαι D.4.30, Din.2.14, Phld.Rh.1.261S.—The double augment ἠδυνάμην is Att. acc. to Moer.175, but Ion. acc. to An.Ox.2.374, and is found in codd. of Hdt.4.110, al., Hp.Epid.1.26.β', al.; ἠδύνω is required by metre in Philippid.16; but is not found in Att. Inscrr. before 300 B.C., IG22.678.12, al., cf. ἠδύνασθε ib.7.2711 (Acraeph., i A.D.); both forms occur in later writers: ἠδυνήθην occurs in A.Pr.208, and codd. of Th.4.33, Lys.3.42, etc.: δύνομαι is a late form freq. in Pap. as UPZ9 (ii B. C.), al. [ῠ, exc. in δῡναμένοιο Od.1.276, 11.414, Hom. Epigr.15.1, and pr. n. Δῡναμένη, metri gr.] I to be able, strong enough to do, c. inf. pres. et aor., Il.19.163, 1.562, etc.: fut. inf. is f.l. (πείσειν for πείθειν) in S.Ph.1394, (κωλύσειν for κωλῦσαι) Plb.21.11.13, etc.: freq. abs., with inf. supplied from the context, εἰ δύνασαί γε if at least thou canst (sc. περισχέσθαι), Il. 1.393: also c. acc. Pron. or Adj., ὅσσον δύναμαι χερσίν τε ποσίν τε 20.360; [Ζεὺς] δύναται ἅπαντα Od.4.237; μέγα δυνάμενος very powerful, mighty, 1.276, cf. 11.414; δ. μέγιστον ξείνων Hdt.9.9, etc.; μέγα δύναται, multum valet, A.Eu.950 (lyr.); δ. Διὸς ἄγχιστα Id.Supp.1035; οἱ δυνάμενοι men of power, rank, and influence, E.Or.889, Th.6.39, etc.; οἱ δυνάμενοι, opp. οἱ μὴ ἔχοντες, Democr.255; opp. οἱ πένητες, Archyt. 3; δυνάμενος παρά τινι having influence with him, Hdt.7.5, And. 4.26, etc.; δύνασθαι ἐν τοῖς πρώτοις Th.4.105; δ. τοῖς χρήμασι, τῷ σώματι, Lys.6.48, 24.4; ὁ δυνάμενος one that can maintain himself, Id.24.12; of things, [διαφέρει] οἷς δύνανται differ in their potentialities, Plot.6.3.17. 2 of moral possibility, to be able, dare, bear to do a thing, mostly with neg., οὔτε τελευτὴν ποιῆσαι δύναται Od.1.250; σε . . οὐ δύναμαι προλιπεῖν 13.331, cf. S.Ant.455; οὐκέτι ἐδύνατο ἐν τῷ καθεστῶτι τρόπῳ βιοτεύειν Th.1.130; οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ κηρύγμαθ' ὥστε . . θεῶν νόμιμα δύνασθαι . . ὑπερδραμεῖν S.Ant. 455. b enjoy a legal right, δ. τῆς γεωργίας ἀπηλλάχθαι POxy.899.31 (ii/iii A.D.), etc. 3 with ὡς and Sup., ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα as secretly as they could, Th.7.50; ὡς δύναμαι μάλιστα κατατείνας as forcibly as I possibly can, Pl.R.367b; ὡς δύναιτο κάλλιστον Id.Smp.214c; ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων D.27.3, etc.; simply ὡς ἐδύνατο in the best way he could, X.An.2.6.2: with relat., ὅσους ἐδύνατο πλείστους ἀθροίσας Id.HG2.2.9; λαβεῖν . . οὓς ἂν σοφωτάτους δύνωμαι Alex. 213. II to be equivalent to, λόγοι ἔργα δυνάμενοι words that are as good as deeds, Th.6.40: hence, 1 of money, to be worth, c. acc., ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολούς X.An.1.5.6, cf. D.34.23: abs., pass, be current, Luc.Luct.10. 2 of Number, etc., to be equal or equivalent to, τριηκόσιαι γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα Hdt.2.142; δυνήσεται τὴν ὑποτείνουσαν will be equivalent to the hypotenuse, Arist.IA 709a19. 3 of words, signify, mean, Hdt.4.110, al.; τὸ πειρηθῆναι καὶ τὸ ποιεῖν ἴσον δύναται Id.6.86. γ; δύναται ἴσον τῷ δρᾶν τὸ νοεῖν Ar. Fr.691; δύναται τὸ νεοδαμῶδες ἤδη ἐλεύθερον εἶναι Th.7.58: in later Greek, δύναται τὸ μνασθέντι ἀντὶ τοῦ μνασθέντος" is equivalent to... Sch.Pi.O.7.110. b avail to produce, οὐδένα καιρὸν δύναται brings no advantage, E.Med.128 (anap.), cf. Pl.Phlb.23d. c of things, mean, 'spell', τὸ τριβώνιον τί δύναται; Ar.Pl.842; αἱ ἀγγελίαι τοῦτο δύνανται they mean this much, Th.6.36; τὴν αὐτὴν δ. δούλωσιν Id.1.141, cf. Arist.Pol.1313b25. 4 Math., δύνασθαί τι to be equivalent when squared to a number or area, τοῖς ἐπιπέδοις ἃ δύνανται in the areas of which they [the lines] are the roots, Pl.Tht.148b; ἡ ΒΓ τῆς Α μεῖζον δύναται τῇ ΔΖ the square on ΒΓ is greater than the square on A by the square on ΔΖ, Euc.10.17; αἱ δυνάμεναι αὐτά [τὰ μεγέθη] the lines representing their square roots, ib.Def.4, cf. Prop. 22; αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι increments both in the roots and powers of numbers, Pl.R.546b; τὴν ὑποτείνουσαν ταῖς περὶ τὴν ὀρθὴν ἴσον δυναμένην Plu.2.720a, cf. Iamb.Comm.Math.17; ἡ δυναμένη, Pythag. name for the hypotenuse of a right-angled triangle, Alex.Aphr.in Metaph.75.31. b of numbers multiplied together, come to, Papp.1.24,27. III impers., οὐ δύναται, c. aor. inf., it cannot be, is not to be, τοῖσι Σπαρτιήτῃσι καλλιερῆσαι οὐκ ἐδύνατο Hdt. 7.134, cf.9.45; δύναται it is possible, Plu.2.440e (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 671] können; 2. sing. indicat. praes. δύνασαι, Hom. Iliad. 1, 393. 16, 515 Odyss. 4, 374. 5, 25. 16, 256. 21. 171 Soph. Aj. 1164 Demosth. Mid. 207; statt δύνασαι in einigen Stellen bei Dichtern u. Sp. Prosa δύνῃ, δύνᾳ oder δύναι, wie statt ἐπί. στασαι Aeschyl. Eum. 86. 581 ἐπίστᾳ: Eurip. Hecub. 253 δρᾷς δ' οὐδὲν ἡμᾶς εὖ, κακῶς δ' ὅσον δύνῃ, kann auch ehr wohl conjunctiv. sein; Eurip. Andromach. 239 σὺ δ' οὐ λέγεις γε, δρᾷς δέ μ' εἰς ὅσον δύνῃ, kann auch sehr wohl conjunctiv. sein; Soph. Phil. 798 πῶς ἀεὶ καλούμενος οὕτω κατ' ἦμαρ οὐ δύνᾳ μολεῖν ποτε; vs. 849 ἀλλ' ὅτι δύνᾳ μάκιστον, κεῖνό μοι, κεῖνο λάθρα ἐξιδοῦ ὅπως πράξεις; Theocrit. 10, 2 οὔτε τὸν ὄγμον ἄγειν ὀρθὸν δύνᾳ ὡς τοπρὶν ἆγες; Aelian. V. H. 13, 31 σὺ μὲν γὰρ οὐδένα τῶν ἐμῶν δύνῃ ἀποσπάσαι; vgl. Scholl. Iliad. 14, 199 Odyss. 11, 221 Lobeck Phrynich. p. 359; 3. plural. δυνέαται Herodot. 2, 142; conjunctiv. δύνωμαι, 2. sing. δύνηαι Hom. Iliad. 6, 229, Tyrannio Properispom. δυνῆαι, »sowohl Aristarch als die Anderen« δύνηαι, s. Scholl. Herodian., Lehrs Aristarch. p. 309; δυνεώμεθα Herodot. 4. 97, δυνέωνται 7, 163; optativ. δυναίμην; infin. δύνασθαι, Scholl. Herodian. Iliad. 10, 67; imperfect. ἐδυνάμην, Att. ἠδυνάμην, nach Atticisten: ἐδύνασθε Odyss. 21, 71; ἐδύναντο Iliad. 9, 551. 12, 417. 419. 432. 13, 552. 687. 15, 22. 406. 408. 416. 651. 16, 107. 18, 163 Odyss. 11, 264. 16, 35721, 184; δυνάμην Iliad. 19, 136 Odyss. 12, 232; δύνατο Iliad. 3, 451. 11, 120. 13, 436. 15, 617. 16, 141. 509. 19, 388. 21, 175. 22, 201. 23, 719. 720 Odyss. 10, 246. 19, 478. 21, 247. 24, 159. 170; δυνάμεσθα Odyss. 9, 304. 12, 393; ἐδυνάμην Aristoph. Eccl. 316; ἐδύνω Xen. An. 1, 6, 7. 7, 5. 5; ἠδύνω Philippid. bei Athen. 15, 700 c; ἐδύνατο Herodot. 1, 10. 7, 134 Xen. Cyr. 7. 2, 4 Hell. 5, 4, 16; ἠδύνατο Xen. Hell. 2, 2, 9; ἠδύναντο Thuc. 7, 50; ἐδυνέατο Herodot. 4, 114; futur. δυνήσομαι; aorist. ἐδυνήθην, Att. ἠδυνήθην; bei Hom. kommt dieser aorist. nicht vor; ein anderer aorist. ἐδυνάσθ ην wie von δυνάζω: Homer. ἐδυνάσθη Iliad 23, 465 Odyss 5, 319, ἐδυνάσθην Herodot. 2, 19, ἐδυνάσθη Herodot. 2, 140, ἐδυνάσθησαν 7 106, δυνασθῆναι 2, 110, ἐδυνάσθη Pindar. Ol 1, 56. ἐδυνάσθησαν Soph. O. R. 1212, ἐδυνάσθην Eurip. Ion. 867, ἐδυνάσθην Xen. Hell. 7, 3, 3, ἐδυνάσθη Cyr. 1, 1, 5, δυνασθῇ Hell. 2, 3, 33, δυνασθείη An 7, 6, 20. δυνασθῆναι Cyr. 4, 2, 12; ἠδυνάσθης Jerem. 20, 7, ἠδυνάσθη Marc 7, 24, vgl. Etymol. m. p 312, 10 καὶ ἀπὸ τοῦ δυνάζω ὁ μέλλων δυνάσω, ὁ παρακείμενος δεδύνακα, ὁ παθητικὸς δεδύνασμαι, ἐδυνάσθην καὶ Ἀττικῶς ἠδυνάσθην; in derselben Bedeutung ein aorist. med. ἐδυνησὰμην: Homer. ἐδυνήσατο Iliad. 14, 33. 423, δυνήσατο Iliad. 5, 621. 13. 510. 607. 647 Odyss. 17, 303, δυνήσατο Arat. Phaenom. 375 Ep. ad. 618 (VII 148); sehr späte Prosa; perfect. δεδύνημαι: 2 sing. δεδύνησαι Antigon. Caryst. bei Athen. 8, 345 d; δεδυνήμεθα Demosth. Phil. 1, 30, δεδύνηνται Demosth. Symmor. 1. – Bedeutung: 1) können, vermögen, im Stande sein, in Bezug auf die Außenwelt; von Hom. an überall; Gegensatz βούλεσθαι Plat Hipp. mai. 301 c οὐχ οἷα βούλεταί τις, φασὶν ἄνθρωποι ἑκάστοτε παροιμιαζόμενοι, ἀλλ' οἷα δύναται; gew. mit dem inf. praes. oder aor., selten mit dem inf. fut., εἰ σέ γε πείσειν δυνησόμεθα Soph. Phil. 1380; vgl. Lob. zu Phryn. p. 748. Häufig ist der inf. aus dem Zusammenhang zu ergänzen od. das Wort absolut gebraucht, ἀλλὰ σύ, εἰ δύνασαί γε, περίσχεο παιδός, wenn du anders kannst, Il. 1, 393; τανῦν δ' εὔπομπος (γενοῦ) εἰ δύναιο Soph. O. R 697; ἐγώ τοι ταῦτα μεταστήσω· δύναμαι γάρ Od. 4, 612; Τηλέμαχον δὲ σὺ πέμψον ἐπισταμένως – δύνασαι γάρ –, ὥς κε ἴκηται Od. 5, 25; τοίη γάρ οἱ πομπὸς ἅμ' ἔρχεται, ἥν τε καὶ ἄλλοι ἀνέρες ἠρήσαντο παρεστάμεναι – δύναται γάρ –, Παλλὰς Ἀθηναίη Od. 4, 827; αὐτάρ τοι τόδε ἔργον Ἀθηναίης ἀγελείης, ἥ τέ με τοῖον ἔθηκεν, ὅπ ως ἐθέλει – δύναται γάρ –, ἄλλοτε μὲν πτωχῷ ἐναλίγκιον κτἑ. Od. 16, 208; δύνασαι γάρ, δύναται γάρ, er kann es ja, Callim. Apoll. 29 Del. 226. – Mit dem acc., δύναται γὰρ ἅπαντα, er kann alles (thun), Od. 4, 237. 14, 445; θεοὶ δέ τε πάντα δύνανται Od. 10, 306; ὅσσον δύναμαι χερσίν τε ποσίν τε, wie viel ich mit Händen u. Füßen ausrichten kann, Il. 20, 360; μέγα δυνάμενος, der Großmöächtige. Od. 1, 276. Bei Lys. 24 steht ὁ δυνάμενος dem ἀδύνατος entgegen u. wird §. 4 τῷ σώματι δύνασθαι, von gesundem starkem Körper sein, erkl.; vgl. Aesch. 2, 95, im Ggstz von ἀῤῤωστία, u. Xen. An. 4, 5, 11. 12. Aehnl. ὁ πλουτῶν καὶ δυνάμενος χρήμασι Lys. 6, 48. So wird bes. das partic. oft in der Bdtg des Vielvermögenden, Mächtigen, Angesehenen gebraucht; δυνάμενος παρ' αὐτῷ μέγιστον τῶν Περσέων Her. 7, 5; vgl. Thuc. 1, 33. 6, 39; δυνάμενοι ἐν τοῖς πρώτοις 4, 105; οἱ μέγιστον δυνάμενοι ἐν ταῖς πόλεσιν Plat. Phaedr. 257 d; οἱ δυνάμενοι ἐν ταῖς πόλεσι πράττειν Protag. 317 a; μάλιστα γὰρ δύνανται οἱ πλουσιώτατοι 326 b; οἱ τὸ μέγιστον δυνάμενοι Xen. An. 7, 6, 37; δυνάμενος τῷ τε πράττειν τῷ τε λέγειν Dem. 49, 9, u. so noch Sp., wie D. Cass. 44, 33. – Bei Superl. nach ὡς, ὅπως oder Relat. drückt es den höchstmöglichen Grad aus; ὡς ἐδυναμεθα ἀρίστην, die beste, die wir konnten, die bestmögliche, Plat. Rep. IV, 434 e; ὅτι ἥξοι ἔχων ἱππέας ὡς ἂν δύνηται πλείστους Xen. An. 1, 6, 3; ὡς ἐδύνατο τάχιστα, so schnell wie möglich; προθυμούμενος πρᾶξαι ὁπόσα πλεῖστα ἠδυνάμην Cyr. 5, 5, 26; δι' ἐπιμελείας ἧς ἐδύναντο πλείστης D. Hal. 1, 69, mit der möglichst großen Sorgfalt; vgl. οὕτως ὅπως δύναμαι, so gut wie ich vermag, Plat. Phaedr. 228 c; οὕτως ὅπως ἂν δυνώμεθα Isocr. 14, 4; ὡς ἐδύνατο, wie er immer konnte, Xen. An. 2, 6, 2. 7, 2, 3. – 2) können, über sich gewinnen, im Stande sein, in Bezug auf den eigenen Willen, bes. mit der Negat., τῷ σε καὶ οὐ δύναμαι προλιπεῖν δύστηνον ἐόντα, ich kann es nicht über mich gewinnen, ich mag, kann nicht dich im Unglück verlassen, Od. 18, 331; οὐ δύναμαι βιοτεύειν Thuc. 1, 130 u. A. So auch in der Frage: τὸ δ' αὖ ξυνοικεῖν τῇδ' ὁμοῦ τίς ἂν γυνὴ δύναιτο; Soph. Tr. 846, wie auch Ant. 451 zu nehmen, οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ κηρύγμαθ' ὥστ' ἄγραπτα – θεῶν νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ' ὑπερδραμεῖν, daß ich die Sterbliche es über mich vermöchte; οὐ δύναμαι μὴ γελᾶν, d. i. ich muß lachen, Ar. Ran. 42. – 3) gelten, bedeuten, zunächst vom Gelde, ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς καὶ ἡμιοβόλιον Ἀττικούς, macht aus, gilt 71/2 att. Obolen, Xen. An. 1, 5, 6; ὁ Κυζικηνὸς ἐδύνατο ἐκεῖ κη' δραχμάς Dem. 34, 23; vgl. Ael. V. H. 1, 22; dah. καὶ δύναται παρ' ἐκείνοις Ἀττικὸς ὀβολός, er gilt bei ihnen, Luc. de luct. 10. Aehnl. Her. τριηκόσιαι ἀνδρῶν γενεαὶ δυνέαται (betragen) μύρια ἔτεα 2, 142. Von Wörtern, bedeuten, wie B. A. p. 89 τί δύναται ἥδε ἡ λέξις; neben ὁ στατὴρ πόσους ὀβολοὺς δύναται; δύναται τὸ νεοδαμῶδες ἐλεύθερον ἤδη εἶναι Thuc. 7, 58; vgl. Her. 2, 80. 4, 192; τὸ κολάζειν, τί ποτε δύναται; Plat. Prot. 324 a; τοῦτο γὰρ δύναται ὁ λόγος Euthyd. 286 c; τοῦτο δύνανται αἱ ἀγγελίαι, das haben die Botschaften zu bedeuten, Thuc. 6, 36; τί δύναται τὸ τριβώνιον; Ar. Plut. 842; ἦν δὲ αὕτη ἡ στρατηγία οὐδὲν ἄλλο δυναμένη ἢ ἀποφυγεῖν, sie hatte nichts anders zu bedeuten, war nichts als eine andere Art von Flucht, Xen. An. 2, 2, 13, womit Krüger Thuc. 1, 141 vergleicht: τὴν αὐτὴν δύναται δούλωσιν ἥτε μεγίστη καὶ ἐλαχίστη δικαίωσις; λόγους ὡς ἔργα δυναμένους, gleich Thaten, 6, 40; u. so noch Sp.; – in der Mathematik, ein Quadrat geben von Linien u. Zahlen, z. B. τριγώνου ὀρθογωνίου ἡ τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτείνουσα ἴσον δύναται ταῖς περιεχούσαις , die Hypot. giebt ein gleiches Quadrat, d. i. das Quadrat der Hypotenuse ist gleich den Quadraten der Katheten zusammengenommen, Ath. X, 418 f; vgl. Plat. Theaet. 147 e ff. – 4) imperf., δύναται, = δυνατόν ἐστι, es ist möglich, δύναται ἀρετὴν γενέσθαι καὶ μένειν ἄϋλον Plut. de virt. mor. 1, wo man ἀρετή geändert hat; τοῖς Σπαρτιήτῃσι καλλιερῆσαι οὐκ ἐδύνατο, es sollten die Opfer für die Sp. nicht glücklich ausfallen, Her. 7, 134; vgl. 9, 45. – In δυναμένοιο braucht Hom. υ lang Od. 1, 276. 11, 414; eben so ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο Eiresion. in Vit. Homeri Pseudoherodot. 33; und Eigenname Δυναμένη Iliad. 18, 43 Hes. Th. 248.