κλιντήρ
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, κλίνω) couch, Od.18.190, Theoc.2.86, 113, 24.43, Call.Iamb.1.112 (sic Pap., not κλωστῆρας), Tryph.441, Luc.Symp.8, 44; νεκροδόκος κλιντήρ = bier, AP7.634 (Antiphil.), cf.Epigr.Gr.450.5 (Batanaea).
German (Pape)
[Seite 1454] ῆρος, ὁ, Lehnstuhl oder Ruhebett; Od. 18, 189 εὗδε δ' ἀνακλινθεῖσα' λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι; Sp., wie Theocr. 2, 86; Luc. Conv. 44; B. A. 272, 19. – Auch νεκροδόκος, die Bahre, Antiphil. 35 (VII, 634).
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
lit de repos, chaise longue.
Étymologie: κλίνω.
Greek (Liddell-Scott)
κλιντήρ: ῆρος, ὁ, (κλίνω), ἀνάκλιντρον, Ὀδ. Σ. 190. Θεόκρ. 2. 86, 113., 24. 43· νεκροδόκος κλ., φέρετρον νεκρικόν, Ἀνθ. Π. 7. 634, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγ. 450. 5.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ο (AM κλιντήρ, -ῆρος)
το ανάκλιντρο τών αρχαίων («ὧδε δ' ἀνακλινθεῖσα, λύθεν δὲ οἰ ἅψεα πάντα, αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
είδος χαμηλού ευρύχωρου καθίσματος με ερεισίνωτο και βραχίονες, πολυθρόνα («ερρίφθη επί μαλακού κλιντήρος καγχάζων», Π. Καλλιγ.)
αρχ.
φρ. «νεκροδόκος κλιντήρ» — φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. -τήρ / -τῆρος (πρβλ. ζωστήρ, κλιμακτήρ)].
Greek Monotonic
κλιντήρ: -ῆρος, ὁ (κλίνω), καναπές, ανάκλιντρο, ξαπλώστα, ντιβάνι, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κλιντήρ: ῆρος ὁ ложе Hom., Theocr.: νεκροδόκος κ. Anth. ложе смерти, смертный одр.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλιντήρ -ῆρος, ὁ [κλίνω] divan; leunstoel.