Γοργώ

From LSJ
Revision as of 19:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Γοργώ Medium diacritics: Γοργώ Low diacritics: Γοργώ Capitals: ΓΟΡΓΩ
Transliteration A: Gorgṓ Transliteration B: Gorgō Transliteration C: Gorgo Beta Code: *gorgw/

English (LSJ)

ἡ, the Gorgon, i.e. the Grim One (cf. γοργός), Hes.Sc.224, 230: acc. pl., Γοργούς Id.Th.276.—Sg. Γοργώ Il.11.36: gen. Γοργοῦς 8.349, Hes.Sc.224, E.Or.1521, Ion1003, etc.; also Γοργών Id.Rh. 306: gen. Γοργόνος Id.Fr.360.46, Ph.456 (s. v.l.): acc. Γοργόνα Id.Or.1520: pl. Γοργόνες, acc. -ας, are the regul. forms (but v. supr.), Hes.Sc.230, A.Pr.799, al.: gen. Γοργόνων Pi.P.12.7, E.Ba.990 (lyr.).

Spanish (DGE)

-οῦς, ἡ
• Alolema(s): tb. Γοργών, -όνος Hes.Sc.230, Pi.P.10.46, A.Eu.48, E.Alc.1118, HF 883, Ph.456; eol. Γόργω, -ως Sapph.144.2, 213.3
• Morfología: [plu. ac. Γοργούς Hes.Th.274; du. γοργοί Hsch.γ 875]
A mit. y relig.
I sg. Gorgo, Gorgona
1 ref. Medusa, hija mortal de Forcis y Ceto, a la cual dio muerte Perseo Il.8.349, 11.36, Hes.Sc.224, Pi.N.10.4, O.13.64, Pherecyd.11, A.Ch.835, Hdt.2.91, E.Or.1520, 1521, Io 989, 1003, Rh.306, Fr.13.46M., Ar.Lys.560, Luc.Philopatr.8, Apollod.2.4.3, Ach.Tat.3.7.7, Palaeph.31.7
representación de su cabeza en uno de los muros de la Acrópolis de Atenas, Paus.1.21.3, cóm. en el escudo de Lámaco, Ar.Ach.574.
2 n. dado por los Cerneos a Atenea, Palaeph.31.
3 n. que dio Perseo a su trirreme, Palaeph.31.
4 personif. de la Fiereza o Bravura Hsch.γ 853
del Espanto incluso en du. γοργοί Hsch.γ 875; cf. Γοργόνη.
II plu. las Gorgonas en principio Medusa y sus dos hermanas, hijas de Forcis y Ceto, seres monstruosos que habitaban en el extremo occidental del mundo, Hes.Th.274, Sc.230, Pi.P.12.7, A.Pr.799, E.Ba.990, Ar.Ra.477, Pax 561, 810, Pl.Phdr.229d, X.Smp.4.24, Str.7.3.6, Apollod.1.2.6, Luc.Salt.44
como raza de gentes belicosas que vivía en los confines del país de los Atlantes, conquistada por las Amazonas y, bajo el mando de Medusa, derrotada posteriormente por Perseo, D.S.3.54
dan tít. a una comedia de Heníoco, Ath.483e, Sud.s.u. Ἡνίοχος.
B Gorgo, Gorgona
I sólo Γοργώ, Γόργω Gorgo
1 rival de Safo, Sapph.29c.9, 144.1, 213.5, Max.Tyr.18.9.
2 espartana, hija de Cleomedes, esposa de Leónidas, Hdt.5.48, 51, 7.239, Plu.Lyc.14, 2.225a.
3 siracusana, personaje de un idilio de Teócrito, Theoc.15.36.
4 cretense, tb. conocida como Paraciptusa, convertida en piedra al asomarse a ver el funeral de su amante, Plu.2.766d.
5 personajes de epigramas AP 7.647 (Simm.), 9.309 (Antip.Thess.).
II de anim.
1 cierto animal salvaje entre los númidas, Alex.Mynd.6W.
2 n. de una perra cretense AP 9.268 (Antip.Thess.)
tb. de una perra de Acteón, Hyg.Fab.181.
C Γοργώ Gorgo ciudad de los eftalitas junto a la frontera persa, Procop.Pers.1.3.2, Lyd.Mens.4.118, cf. Γόργα.
• Etimología: Término expresivo c. red. utilizado para asustar.

French (Bailly abrégé)

οῦς, οῖ (ἡ) :
Gorgô (la Gorgone), monstre dont la chevelure était faite de serpents entrelacés, et dont le regard pétrifiait.
Étymologie: γοργός.

Greek (Liddell-Scott)

Γοργώ: ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.)·― ἡ ἀγρία, βλοσυρὰ (πρβλ. γοργός)· αὕτη κατῴκει (κατὰ τὸ Ὀδ. Λ. 635) ἐν τῷ κάτω κόσμῳ, πρβλ. Heinr. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 224. Ὁ Ἡσ. (ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 230) ποιεῖται λόγον περὶ πολλῶν Γοργόνων· ἐνῷ ἐν Θ. 276 ὀνομάζει τρεῖς (θυγατέρας τοῦ Φόρκυος καὶ τῆς Κητοῦς), ἤτοι Εὐρυάλην, Σθεινὼ καὶ Μέδουσαν,― ὧν ἡ τελευταία ἦτο ἡ ἰδίως Γοργώ· ἡ ὀφιοπλόκαμος αὐτῆς κεφαλὴ προσηρμόσθη εἰς τὴν αἰγίδα τῆς Ἀθηνᾶς καὶ πάντες οἱ ἐμβλέποντες ἀπελιθοῦντο, Εὐρ. Όρ. 1520,― Ὁ ὁμαλὸς ἑνικὸς εἶναι Γοργώ, Ἰλ. Λ. 36, Εύρ. Ρήσ. 306, γεν. Γοργοῦς Ἰλ. Θ. 349, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 224, Εὐρ. Ὀρ. 1521, Ἴωνι 1003, κτλ.· δοτ. Γοργοῖ (ἐκ διορθώσεως τοῦ Seidl.) ὁ αὐτ. Ἑκ. 1316· ἀλλ᾿ ὁπόταν τὸ μέτρον ἀπαιτῇ, πτώσεις σχηματίζονται καὶ ἐξ ὀνομαστικῆς Γοργών, δηλ. γεν. Γοργόνος, Εὐρ. παρὰ Λυκούργ. 161. 46· οὕτως ἄνευ ἀνάγκης, ὁ αὐτ. Φοιν. 458· δοτ. Γοργόνι ὁ αὐτ. Ἀλκ. 1118· καὶ ἐν τῷ πληθ. Γοργόνες, αἰτ. –ας καὶ Γοργοὺς (Ἡσ. Θ. 274) εἶναι οἱ μόνοι δόκιμοι τύποι, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 230, Αἰσχύλ. Πρ. 799, Χο. 1048, Εὐμ. 48, Εὐρ.· γεν. Γοργόνων Πίνδ. Π. 12 12, Εὐρ. Βάκχ. 990.

English (Autenrieth)

οῦς: the Gorgon, a monster that inspired terror by her looks, βλοσυρῶπις, δεινὸν δερκομένη, Il. 11.36.

English (Slater)

Γοργώ sing., the Gorgon Medusa, daughter of Phorkos, slain by Perseus.
1 τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος Πάγασον (O. 13.63) ἔπεφνέν τε Γοργόνα (P. 10.46) μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος (N. 10.4) Γ]οργόνος. P. Oxy. 2442. fr. 34a. pl. Medusa and her two sisters. v. Εὐρυάλα. τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε θρασειᾶν λτ;Γοργόνωνγτ; οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' Ἀθάνα (supp. Tricl. e. Σ.) (P. 12.7) ]υσε πατέρα Γοργόν[ων Δ. 1. 5.

Greek Monolingual

Γοργώ, η (Α)
τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. γοργός.

Greek Monotonic

Γοργώ: ἡ (γοργός), η Γοργώ, δηλ. η άγρια, η βλοσυρή (πρβλ. γοργός), σε Όμηρ. Ο Ησίοδ. αναφέρει τρεις Γοργόνες, την Ευρυάλη, τη Σθεινώ και τη Μέδουσα από τις οποίες, η τελευταία ήταν η κατεξοχήν Γοργώ· το φιδίσιο κεφάλι της απεικονίσθηκε πάνω στην αιγίδα της Αθηνάς, και όλοι όσοι την κοιτούσαν απολιθώνονταν, σε Ευρ.· ο ομαλός ενικ. είναι Γοργώ, γεν. Γοργοῦς, δοτ. Γοργοῖ· αργότερα, σχηματίστηκαν πτώσεις από μια υποτιθέμενη ονομ. Γοργών, ενν. γεν. Γοργόνος, δοτ. Γοργόνι· στον πληθ., οι τύποι Γοργόνες, αιτ. -ας, είναι οι μοναδικοί δόκιμοι.

Russian (Dvoretsky)

Γοργώ: οῦς и Γοργών, όνος ἡ Горгона
1) чудовище подземного царства: Γ. βλοσυρῶπις Hom.; у Hes. их три: Σθεινώ τ᾽ Εὐρυάλη τε Μέδουσά τε - дочери Форкия; под Горгоной разумеется обычно последняя из них, с головой, поросшей змеями вместо волос, и взглядом, превращающим все живое в камень;
2) жена спартанского царя Леонида Plut.

Middle Liddell

γοργός [The regular sg. is Γοργώ, gen. Γοργοῦς, dat. Γοργοῖ: later, cases were formed as if from a nom. Γοργών, sc. gen. Γοργόνος; dat. Γοργόνι:— in plural, Γοργόνες, acc. -ας are the only forms.]
the Gorgon, i. e. the grim one (cf. γοργός), Hom.: Hes. speaks of three Gorgons, Euryale, Stheino, Medusa, —the last being the Gorgon; her snaky head was fixed on the aegis of Athena, and all who looked on it became stone, Eur.

Wikipedia EN

A Gorgon (/ˈɡɔːrɡən/; plural: Gorgons, Ancient Greek: Γοργών/Γοργώ Gorgṓn/Gorgṓ) is a creature in Greek mythology. Gorgons occur in the earliest examples of Greek literature. While descriptions of Gorgons vary, the term most commonly refers to three sisters who are described as having hair made of living, venomous snakes and horrifying visages that turned those who beheld them to stone. Traditionally, two of the Gorgons, Stheno and Euryale, were immortal, but their sister Medusa was not and was slain by the demigod and hero Perseus.

Translations

af: Gorgo; ar: غورغون; az: Qorqonalar; be: Гаргоны; bg: Горгони; bn: গর্গন; br: Gorgoned; ca: Gorgones; co: Gurgoni; cs: Gorgony; da: Gorgonerne; de: Gorgonen; el: Γοργόνες; en: Gorgon; eo: Gorgonoj; es: Gorgona; et: Gorgod; eu: Gorgona; fa: گورگون; fi: Gorgot; fr: Gorgones; gl: Gorgona; he: גורגונה; hr: Gorgone; hu: Gorgók; hy: Գորգոններ; id: Gorgon; is: Gorgónurnar; it: Gorgoni; ja: ゴルゴーン; ka: გორგონები; ko: 고르고; lb: Gorgonen; lt: Gorgonės; mk: Горгона; ms: Gorgon; my: ဂေါ်ဂန်; nds: Gorgonen; nl: Gorgonen; no: Gorgonene; oc: Gorgonas; pl: Gorgony; pt: Górgona; ro: Gorgone; ru: Горгоны; sco: Gorgon; sh: Gorgone; simple: Gorgon; sk: Gorgony; sl: Gorgona; sq: Gorgonë; sr: Горгоне; sv: Gorgoner; ta: கோர்கன்; th: กอร์กอน; tr: Gorgonlar; uk: Горгони; vi: Gorgon; war: Gorgon; wuu: 戈耳工; zh: 戈耳工