διαπλέω
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
Ion. δια-πλώω (q.v.), A sail through a strait or gap, Th.4.24, Plb.14.10.12; sail across, Μέγαράδε Lys.12.17; εἰς Αἴγιναν Ar.V. 122, etc.: c.acc., δ. τὸ πέλαγος Plu.2.206d, IG14.1976: metaph., δ. βίον sail through life, make life's voyage, Pl.Phd.85d. 2 flow through, pass, τὰ ψαμμία σὺν τοῖσι οὔροισι δ. Aret.SD2.3.
Spanish (DGE)
1 intr. navegar ἄνω καὶ κάτω Hp.Aër.15, ἡ Χάρυβδις ... ᾗ Ὀδυσσεὺς λέγεται διαπλεῦσαι Th.4.24, εἰς Αἴγιναν Ar.V.122, Μέγαράδε Lys.12.17, ἐξ Ἰωνίας πόλεως εἰς Μίλητον Milet 1(3).150.103 (II a.C.), ἀπὸ Σικυῶνος εἰς Κίρραν Luc.DMort.21.2, cf. Hp.Ep.14, D.19.163, Plb.5.103.4, 18.45.7, Paus.9.24.1, I.BI 1.543, Plu.Sull.26, Caes.23, Ach.Tat.8.18.5, D.C.78.39.5, διώρυχες δι' ὧν διαπλέουσιν Thphr.HP 4.7.6, διαπλεῖ σινδόν' ἐπαράμενος AP 11.404 (Luc.)
•part. αἱ Διαπλέουσαι Las Navegantes tít. de una comedia de Alexis AB 91.21
•fig. de las arenillas en la orina ξὺν τοῖσι οὔροισι κάτω διαπλέει Aret.SD 2.3.4.
2 tr. recorrer, atravesar τὸν πορθμόν Str.7.4.3, τὸν ὠκεανόν Ath.781d, τὸ πέλαγος Act.Ap.27.5, Plu.2.206c, Orac.Sib.11.181, IUrb.Rom.1321.12 (III/IV d.C.), τὸν Αἰγαῖον ἢ τὸν Ἰόνιον Luc.Herm.28, en v. pas. πᾶσα δὲ θάλαττα φορτηγοῖς ὁλκάσιν ἀκινδύνως διαπλεῖται Ph.2.552
•abs. hacer una travesía X.An.7.6.13, Anticl.4, Plb.14.10.12
•fig. δ. τὸν βίον hacer la travesía de la vida e.e. vivir ὥσπερ ἐπὶ σχεδίας ... τὸν βίον Pl.Phd.85d, cf. Them.Or.1.7a, AP 7.23b.
German (Pape)
[Seite 596] (s. πλέω), durch-, überfahren zu Schiffe; διαπλεῦσαι Thuc. 4, 24; Μέγαράδε Lys. 12, 17; τὸν Αἰγαῖον Luc. Hermot. 28; τὰς λίμνας, Hdn. 8, 6, 11; übertr., βίον, das Leben hinbringen, Plat. Phaed. 85 c u. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. διέπλευσα;
1 naviguer à travers ; fig. δ. βίον PLAT faire la traversée de la vie;
2 aborder.
Étymologie: πλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πλέω door... heen varen, óvervaren; overdr.: διαπλεῦσαι τὸν βίον door het leven heen varen Plat. Phaed. 85d.
Russian (Dvoretsky)
διαπλέω: переплывать (πλοῖον διαπλέον Thuc.; Μέγαράδε Lys.; εἰς Αἴγιναν Arph.; εἰς Φωκαίαν ἐκ Σάμου Plut.; τὸν Αἰγαῖον Luc.): διαπλεῦσαι τὸν βίον Plat. пройти жизненный путь, прожить жизнь.
English (Strong)
from διά and πλέω; to sail through: sail over.
English (Thayer)
1st aorist participle διαπλευσας; (Pliny, pernavigo), to sail across: πέλαγος (as often in Greek writings), Winer's Grammar, § 52,4, 8).
Greek Monolingual
(AM διαπλέω)
1. πλέω μέσα από πέλαγος, πορθμό κ.λπ., από τη μία ακτή ώς την απέναντι
2. μτφ. «διαπλέω τον βίον» — περνώ τη ζωή μου, διαβιώ
αρχ.
1. πλέω σε ή κατά μήκος
2. περνώ (πλέοντας ή κολυμπώντας) μέσα από κάτι.
Greek Monotonic
διαπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, πλέω δια μέσου, ταξιδεύω, θαλασσοπορώ, σε Θουκ.· εἰς Αἴγιναν, σε Αριστοφ.· μεταφ., δ. βίον, κάνω το ταξίδι της ζωής μου, ζω τη ζωή μου, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
διαπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω διὰ μέσου, Θουκ. 4. 25· Μέγαράδε Λυσ. 121. 31· εἰς Αἴγιναν Ἀριστοφ. Σφηξ. 122, κτλ.· μετ’ αἰτιατ., δ. τὸ πέλαγος Πλούτ. 2. 206D, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 642. 13· μεταφ., δ. βίον Πλάτ. Φαίδωνι 85D· πρβλ. διαπλέκω.
Middle Liddell
fut. -πλεύσομαι
to sail across, Thuc.; εἰς Αἴγιναν Ar.: metaph., δ. βίον to make life's voyage, Plat.
Chinese
原文音譯:diaplšw 笛阿-普累哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-漂行
字義溯源:航行過去,渡過;由(διά)*=通過)與(πλέω)*=航行)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 渡過了(1) 徒27:5