καταδουλόω
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
A reduce to slavery, enslave, Ἀθήνας Hdt.6.109; τὴν Ἑλλάδα Id.8.144; Ἀθηναίοις κ. Κέρκυραν Th.3.70; νῆσον βασιλεῖ Isoc.9.20:—Pass., κατεδεδούλωντο Hdt.5.116; κατεδουλώθησαν Id.6.32; καταδεδουλωμένος ὑπό τινος Pl.Smp.219e: abs., Lys.18.5. 2 more freq. in Med., make a slave to oneself, enslave, τὴν μητρόπολιν Hdt.7.51, cf. Pl.R.351b; τινας X.Mem.2.1.13, cf. GDI4982 (Gortyn), PEleph. 3.3 (iii B.C.), etc.; ἡ τύχη τὸ σῶμα κατεδουλώσατο Philem.95.8; τὸ κρέσσον τῷ Χείρονι -εύμενοι (Ion. for -ούμενοι) Eus.Mynd.Fr. 10; κ. τὸν Ἰσραὴλ δουλείαν LXX 1 Ma.8.18; ἔργα ὧν κατεδουλοῦντο αὐτούς ib.Ex.1.14. II metaph., enslave in mind, παιδισκάριόν με καταδεδούλωκ' εὐτελές Men.338, cf. 2 Ep.Cor.11.20; κ. τὴν ψυχήν PMag.Lond.123.4 (iv/v A.D.); break in spirit, καταδουλοῖ τὴν τόλμαν ἡ ἀνάγκη App.Pun.81. 2 more freq. in Med., ἡ ἀνάγκη καταδουλοῦται τὴν γνώμην Hp.Fract.15; οἴει τι μᾶλλον καταδουλοῦσθαι ἀνθρώπους τοῦ ἰσχυροῦ φόβου; X.Cyr.3.1.23, cf. E.IA1269; κ. τὰς ψυχάς Isoc.12.178; τὸ λογιστικόν Pl.R.553d; τὰς ἐπιθυμίας Aristox.Fr.Hist. 15.
German (Pape)
[Seite 1347] unterjochen, zum Sklaven machen; Ἀθήνας, im Ggstz von ἐλευθέρας ποιεῖν, Her. 6, 109; Thuc. 3, 70 u. A.; καταδεδουλωμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου Plat. Conv. 219 e. – Häufig im med., sich unterjochen, Her. 7, 51 Xen. Mem. 2, 1, 12 Plat. Menex. 245 u. Folgde; so auch das perf. bei Eur. I. A. 1269; Plat. Menex. 240 a u. Sp., wie D. Sic. 14, 66. – Auch übertr., τὸ λογιστικὸν καταδουλωσάμενος Plat. Rep. VIII, 553 d; τὰς ἐπιθυμίας Aristoxen. bei Ath. XII, 545 ci übh. unterwürfig, knechtisch gesinnt machen, Xen. Cyr. 3, 1, 23.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 rendre esclave, asservir;
2 rendre servile et lâche, avilir;
Moy. καταδουλόομαι, καταδουλοῦμαι asservir pour soi, soumettre, acc..
Étymologie: κατά, δουλόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταδουλόω [κατάδουλος] tot slaaf maken:; τὴν νῆσον ὅλην βασιλεῖ... κατεδούλωσεν hij maakte het gehele eiland tot slaaf van de koning Isocr. 9.20; meestal med.: onderwerpen, tot zijn slaaf maken:. κ. τὴν μητρόπολιν de moederstad onderwerpen Hdt. 7.51.2.
Russian (Dvoretsky)
καταδουλόω: порабощать (τὴν Ἑλλάδα Her.; τινα Xen., Arst., Plut., NT); подчинять, покорять (Ἀθηναίοις Κερκύραν Thuc.): καταδεδουλωμένος ὑπό τινος Plat. и τινί Plut. подавленный чьим-л. обаянием; καταδουλοῦσθαι τὰς φυχάς Isocr. подчинять себе души.
English (Strong)
from κατά and δουλόω; to enslave utterly: bring into bondage.
English (Thayer)
καταδούλω; future καταδουλώσω; 1aor middle κατεδουλωσαμην; (κατά under (see κατά, III:3)); (from Herodotus down); to bring into bondage, enslave: τινα, L T Tr WH; Winer's Grammar, 255f (240)); middle to enslave to oneself, bring into bondage to oneself: R G.
Greek Monotonic
καταδουλόω: μέλ. -ώσω,
I. 1. οδηγώ σε δουλεία, υποδουλώνω, σκλαβώνω, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., καταδεδούλωντο, κατεδουλώθησαν, σε Ηρόδ.
2. Μέσ., κάνω κάποιον δούλο μου, υποδουλώνω, εξανδραποδίζω, στον ίδ., σε Ξεν.· ομοίως και στον Παθ. παρακ., σε Ευρ., Πλάτ.
II. υποδουλώνω, κυριεύω, κατακτώ το πνεύμα — Παθ., σε Ξεν., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
καταδουλόω: ἄγω εἰς δουλείαν, ὑποδουλώνω, Ἀθήνας Ἡρόδ. 6. 109· τὴν Ἑλλάδα 8. 144· Ἀθηναίοις τὴν Κέρκυραν καταδουλοῦν Θουκ. 3. 70, πρβλ. Ἰσοκρ. 192Ε. ― Παθ., καταδεδούλωντο Ἡρόδ. 5. 116· κατεδουλώθησαν 6. 22· καταδεδουλωμένος ὑπό τινος Πλάτ. Συμπ. 219Ε, πρβλ. Λυσ. 149. 39. 2) εὐχρηστότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κάμνω τινὰ δοῦλον εἰς ἐμαυτόν, ὑποδουλώνω, τὴν μητρόπολιν Ἡρόδ. 7. 51· τινας Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13, κτλ.· ἡ τύχη… τὸ σῶμα κατεδουλώσατο Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 39· οὕτω καὶ παθητ. πρκμ. καταδεδούλωμαι Εὐρ. Ι. Α. 1269, Πλάτ. Πολ. 351Β, Μενέξ. 240Α· δουλείαν κ. τινα Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΘ΄, 18). ΙΙ. ὑποδουλώνω τὸ πνεῦμα, ἐξασθενῶ, καταδουλοῖ τὴν τόλμαν ἡ ἀνάγκη Ἀππ. Καρχηδ. 81. ― Παθ., Ξεν. Κυρ. 3. 1, 23, Πλάτ., κλ. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καταδουλοῦσθαι τὴν γνώμην Ἱππ. π. Ἀγμ. 762· τὰς ψυχὰς Ἰσοκρ. 270C· τὸ λογιστικὸν Πλάτ. Πολ. 553D.
Middle Liddell
fut. ώσω
I. to reduce to slavery, enslave, Hdt., Thuc.:—Pass., καταδεδούλωντο, κατεδουλώθησαν Hdt.
2. Mid. to make a slave to oneself, to enslave, Hdt., Xen.: so in perf. pass., Eur., Plat.
II. to enslave in mind:—Pass., Xen., Plat.
Chinese
原文音譯:katadoulÒw 卡他-都羅哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-奴隸
字義溯源:全然被奴役,奴役,叫人作奴僕,作奴僕;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(δουλόω)=奴役)組成;其中 (δουλόω)出自(δοῦλοσ1 / δοῦλοσ2)=奴僕),而 (δοῦλοσ1 / δοῦλοσ2)出自(δέω)*=捆綁)
出現次數:總共(2);林後(1);加(1)
譯字彙編:
1) 強⋯作奴僕(1) 林後11:20;
2) 作奴僕(1) 加2:4