μνήμων
English (LSJ)
Dor. μνάμων, ὁ, ἡ, μνῆμον, τό, gen. ονος, (μνάομαι) A mindful, καὶ γὰρ μ. εἰμί I remember it well, Od.21.95; μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν A.Pr.789: c. gen., mindful of, giving heed to, φόρτου τε μνήμων Od.8.163; κακῶν μνήμονες A.Eu.383 (lyr.). 2 ever-mindful, unforgetting, Ἐρινύες Id.Pr.516, cf. S.Aj.1390; μῆνις A.Ag.155 (lyr.). 3 having a good memory, Ar.Nu.414, 484, Pl.Tht.144a; οὐ πάνυ εἰμὶ μ. I have not a good memory, Id.Men.71c: prov., μισέω μνάμονα συμπόταν Lyr.Adesp.141, etc. II Act., reminding: hence, 1 counsellor, 'mentor', Eust.1697.55. 2 among the Dorians of Sicily, ὁ μνάμων, = ἐπίσταθμος συμποσίου, Lat. magister convivii, Plu. 2.612d. 3 μνήμονες, οἱ, title of magistrates, recorders, Arist.Pol. 1321b39, SIG45.8 (Halic., v B. C.), Leg.Gort.11.16: in sg., registrar of titles or conveyances, BGU177.6 (i A. D.), PLond.2.299.20 (ii A. D.). III Adv. μνημόνως Ael.NA13.22.
German (Pape)
[Seite 195] ον, eingedenk, sich erinnernd; Od. 21, 95; φόρτου μνήμων, 8, 163, neben ἐπίσκοπος ὁδαίων, der der Ladung eingedenk ist, sie im Gedächtniß behält, also die Stelle des späteren Schreibers vertrat, oder nach Nitzsch der Schiffsbefehlshaber selbst, in sofern er die Aufsicht über die Waaren führt, vgl. Schol. ὁ μεμνημένος πόσου ἐστὶν ἕκαστον ἄξιον, ὃν γραμματέα καλοῦσιν, woraus schon einige alte Erklärer den Schluß zogen, daß Homer noch nicht die Buchstabenschrift kannte, vgl. Wolf Proleg. p. 89; eine Art Behörde, welche die Abfassung von Verträgen u. gerichtlichen Dokumenten besorgte, nennt Arist. pol. 6, 8 ἱερομνήμονες, ἐπιστάται, μνήμονες (vgl. auch προμνήμων); so leitet auch Plut. Symp. 1 prooem. das Sprichwort μισέω μνάμονα συμπόταν von der sicilischen Benennung des ἐπίσταθμος συμποσίου, μνάμων her, was richtiger nach Anderen a. a. O. heißt »man soll des beim Weine Gesprochenen nicht gedenken«; vgl. Luc. Conv. 3 u. Antp. Sid. 8 (XI, 31). – Gew. = mit gutem Gedächtniß, sich wohl erinnernd; Ἐρινύες, Aesch. Prom. 514 (wie Soph. Ai. 1369); ἣν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν, 791; mit εὐμαθής vrbdn, Plat. Epinom. 985 a, vgl. Rep. VI, 487 a; καὶ ἀγχίνους, Legg. V, 747 b, wie Theaet. 144 a u. Pol. 13, 45; Xen. u. Folgende. – Adv. μνημόνως, Ael. H. A. 13, 22.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 qui se souvient, qui conserve le souvenir de ; ὁ μνήμων chez les Doriens de Sicile, président d'un banquet ; dans certaines cités archiviste, secrétaire;
2 qui a bonne mémoire.
Étymologie: μέμνημαι.
Russian (Dvoretsky)
μνήμων:
I дор. μνάμων 2, gen. ονος хорошо помнящий, не забывающий, памятливый (Ἐρινύες Aesch.; μ. φόρτου Hom.): καὶ γὰρ μ. εἰμί Hom. я ведь помню; ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Aesch. запиши ты (это) на памятливых дощечках ума, т. е. твердо запомни.
II дор. μναμων, ονος ὁ мнемон
1) хранитель государственных документов, архивариус Arst.;
2) у сицилийских дорян - председатель пира Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μνήμων: Δωρ. μνάρων, ὁ, ἡ, μνῆμον, τό, γεν. -ονος· (μνάομαι, μιμνήσκω)· - ὁ σκεπτόμενος, ἐνθυμούμενός τι, καὶ γὰρ μνήμων εἰμί, ἐνθυμοῦμαι καλῶς, Ὀδ. Φ. 95· μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Αἰσχύλ. Πρ. 789· μετὰ γεν., ὁ σκεπτόμενος περί τινος, προσέχων εἴς τι, φόρτου τε μνήμων Ὀδ. Θ. 163 (ὁ Wolf, Proleg. Ixxxix, δὲν ἔπρεπεν ἐκ ταύτης τῆς φράσεως νὰ συμπεράνῃ ὅτι οἱ καθ’ Ὅμηρον Ἕλληνες ἐνεπιστεύοντο μόνον εἰς τὴν μνήμην καὶ δὲν ἐγίνωσκον γραφήν· διότι ἡ φράσις αὕτη εἶναι ὁμοία τῷ: δαιτὸς μνήσασθαι, κτλ., πρβλ. μιμνήσκω Β), πρβλ. Ἰλ. Ψ. 361· κακῶν μνήμονες Αἰσχύλ. Εὐμ. 382· μνήμοσιν δέλτοις φρενὸς ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 789. 2) ὁ εἰς ἀεὶ ἐνθυμούμενός τι, ὁ μὴ λησμονῶν, Ἐρινύες Αἰσχύλ. Πρ. 516, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1360· μῆνις Αἰσχύλ. Ἀγ. 155. 3) ὁ ἔχων καλὴν μνήμην, Ἀριστοφ. Νεφ. 414, 485, Πλάτ. Μένων 71C, Θεαίτ. 144Α. II. ἐνεργ., ὁ ἀναμιμνήσκων, ὑπομιμνήσκων· ὅθεν, 1) σύμβουλος, Εὐστ. 1697. 55. 2) παρὰ τοῖς Δωριεῦσι τῆς Σικελίας, ὁ μνάμων, = ἐπίσταθμος συμποσίου, Λατ. magister convivii, Πλούτ. 2. 612C: ἐν Λουκ. Συμπ. 3, Ἀνθ. Π. 11. 31, ἡ παροιμία, μισέω μνάμονα συμπόταν, ἐπιδέχεται ἁπλουστέραν ἑρμηνείαν. 3) μνήμονες, ἀστικοὶ ὑπάλληλοι, ὡς τὸ γραμματεῖς, καλούμενοι οὕτως ὡς τηροῦντες τὴν μνήμην τῶν γεγονότων, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 7· ἐν Ἁλικαρνασσῷ, Newton Ἐπιγρ. Ἁλικαρν. ἀρ. 1· ἐν Κρήτῃ, Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 54· πρβλ. ἱερομνήμων. III. Ἐπίρρ. μνημόνως, Αἰλ. π. Ζ. 13. 22.
English (Autenrieth)
(μιμνήσκω): mindful, remembering, ‘bent on,’ τινός, Od. 8.163.
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ μνήμων, -ον, Α δωρ. τ. μνάμων)
1. αυτός που θυμάται κάποιον ή κάτι ή αυτός που σκέπτεται κάποιον ή κάτι («κακών τε μνήμονες, σεμναὶ καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῖς», Αισχύλ.)
2. αυτός που θυμάται εύκολα, αυτός που έχει πολύ καλή μνήμη, αυτός που δεν λησμονεί («μνήμων τ' Ἐρινὺς καὶ τελεσφόρος Δίκη, - μνήμονες τῶν μεγάλων ὑπηρεσιών», Σοφ.)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι μνήμονες
(στην εποχή του κυβερνήτη Καποδίστρια) αξιωματούχοι επιφορτισμένοι με τη σύνταξη συμβολαίων και ορισμένων άλλων νομικών πράξεων
μσν.-αρχ.
σύμβουλος
αρχ.
1. αυτός που θυμίζει σε κάποιον κάτι
2. ως ουσ. α) ὁ μνήμων και μνάμων
(στους Δωριείς της Σικελίας) ο υπεύθυνος συμποσίου («οἱ γὰρ ἐν Σικελίᾳ Δωριεῑς, ὡς ἔοικε, τὸν ἐπίσταθμον μνάμονα προσηγόρευον», Πλούτ.)
β) υπάλληλος ο οποίος κατέγραψε τίτλους ή μεταβιβάσεις τίτλων
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) αστικοί υπάλληλοι, επιστάτες οι οποίοι διατηρούσαν στη μνήμη γεγονότα ως ένα είδος γραμματέων-χρονογράφων («ἱερομνήμονες καὶ ἐπιστάται καὶ μνήμονες καὶ τούτοις ἄλλα ὀνόματα σύνεγγυς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνη- του μι-μνή-σκω + κατάλ. -μων (πρβλ. ελεήμων, νοήμων)].
Greek Monotonic
μνήμων: (μνάομαι), Δωρ. μνάμων, ὁ, ἡ, μνῆμον, τό, γεν. -ονος·
I. 1. αυτός που έχει κατά νου, ο σκεπτόμενος, καὶ γὰρ μνήμων εἰμί, το θυμάμαι καλά, σε Ομήρ. Οδ.· μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν, σε Αισχύλ.· με γεν., αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι, που προσέχει κάποιον ή κάτι, σε Ομήρ. Οδ.
2. αυτός που θυμάται κάτι για πάντα, που δεν λησμονεί, σε Αισχύλ.
3. αυτός που έχει καλή μνήμη, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. ως ουσ., μνήμονες, οἱ, δημοτικοί αξιωματούχοι, οι Καταγραφείς, σε Αριστ.
Middle Liddell
μνήμων, δοριξ μνάμων, ονος, ὁ, ἡ, μνάομαι
I. mindful, καὶ γὰρ μνήμων εἰμί I remember it well, Od.; μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Aesch.: c. gen. mindful of, giving heed to, Od.
2. ever-mindful, unforgetting, Aesch.
3. having a good memory, Ar., Plat.
II. as substantive μνήμονες, οἱ, municpal officers, Recorders, Arist.
English (Woodhouse)
mindful, remembering, good at remembering, having a good memory, having a tenacious memory, unforgetting