περιοικέω
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
(περίοικος) dwell round persons or places, c. acc., Hdt.1.57, al., X.An.5.6.16: abs., Hdt.5.23, Lys.7.28:—Pass., to be inhabited all round, κύκλῳ Arist.Mete.354a4, Scyl.107, Scymn. 766.
German (Pape)
[Seite 584] umher, in der Nachbarschaft wohnen, um Einen, τινά, Her. 5, 78, Xen. An. 5, 6, 16.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
habiter autour de, dans le voisinage de, acc..
Étymologie: περί, οἰκέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιοικέω [περίοικος] rondom... wonen, om... heen wonen, met acc.
Russian (Dvoretsky)
περιοικέω: жить вокруг (ἀμφοτέρωθεν γείτονες περιοικοῦσιν Lys.): περιοικοῦντες τὸν Πόντον Xen. жители берегов Понта; θάλατται περιοικούμεναι κύκλῳ Arst. моря с заселенными вокруг берегами; οἱ περιοικοῦντες NT окрестные жители.
English (Strong)
from περί and οἰκέω; to reside around, i.e. be a neighbor: dwell round about.
English (Thayer)
περιοίκῳ; to dwell round about: τινα (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 12), to be one's neighbor, Herodotus, Aristophanes, Xenophon, Lysias, Plutarch.)
Greek Monotonic
περιοικέω: μέλ. -ήσω (περίοικος), διαμένω γύρω από ένα πρόσωπο ή τόπο, με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
περιοικέω: (περίοικος) κατοικῶ πέριξ προσώπου τινὸς ἢ τόπου, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 57., 2. 112., 5. 23, 58, Λυσ. 110. 40, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16· - Παθ., ἐπὶ θαλασσῶν, Ὑρκανία καὶ Κασπία ... περιοικούμεναι κύκλῳ Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 1, 8.
Middle Liddell
fut. ήσω περίοικος
to dwell round a person or place, c. acc., Hdt., Xen.
Chinese
原文音譯:perioikšw 胚里-哀咳哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:周圍-家
字義溯源:周圍居住;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(οἰκέω)=居住)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過),而 (οἰκέω)出自((οἶκος)*=住處)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 周圍居住(1) 路1:65