σφός

From LSJ
Revision as of 22:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφός Medium diacritics: σφός Low diacritics: σφος Capitals: ΣΦΟΣ
Transliteration A: sphós Transliteration B: sphos Transliteration C: sfos Beta Code: sfo/s

English (LSJ)

σφή, σφόν, A their, their own, belonging to them, Il.1.534, Sapph. 10, Pi.P.5.102, etc. (never in Att.). 2 in post-Hom. Poets also, his or her, his own or her own, Hes.Th.398, Alcm.56A, Thgn. 712, Call.Aet.Oxy.2080.75. II = σός, Orph.L.168. 2 = ἐμός, CR11.136 (Phrygia, metr.). 3 = σφωΐτερος, your (in addressing a pair), v.l. in Il.11.142. (σφός is to σφε, σφέτερος as Ημός (ἁμός) to ἁμέ, ἡμέτερος.)

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
leur, c. σφέτερος.
Étymologie: th. σφε- > σφέτερος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφός -ή -όν [σφεῖς] refl. pron. poss. van de 3 pers. meestal plur. hun (eigen), van hen(zelf). ook sing. zijn of haar (eigen), van hem of haar(zelf):. σὺν σφοῖσιν παίδεσσι samen met haar kinderen Hes. Th. 398.

Russian (Dvoretsky)

σφός: эп.-дор. = σφέτερος.

English (Autenrieth)

(σφεῖς): their; always referring to a pl. subst., Od. 2.237, Il. 18.231.

English (Slater)

σφός = σφέτερος, referring to subject of sentence μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν (P. 5.102)

Greek Monolingual

σφή, σφόν, ΜΑ
(κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους
αρχ.
1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. του Ομ.) δικός τους, δικός της
2. δικός σου, σός
3. δικός μου, εμός
4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. σφεῖς.

Greek Monotonic

σφός: σφή, σφόν (σφεῖς), ποιητ. αντί σφέτερος·
1. δικός τους, δική τους, δικό τους, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. στον ενικ., δικός του, δική του, δικό του, σε Θέογν.

Greek (Liddell-Scott)

σφός: σφή, σφόν, = σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον, Ἰλ. Α. 534, κλπ., Ἡσ., Πινδ., κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. 2) παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον ποιηταῖς ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ἰδικός του, ἰδικός της, Θέογν. 712, Ἀλκμὰν 41 ΙΙ. = σός. Ὀρφ. Λιθ. 166. (τὸ σφὸς ἔχει πρὸς τὸ σφέτερος, ὡς τὸ ἡμὸς (ἀμὸς) πρὸς τὸ ἡμέτερος· ἴδε ἐν λ. οὖ, sui).

Middle Liddell

σφεῖς [poetic for σφέτερος
1. their, their own, belonging to them, Il., etc.
2. in sg. his or her, his own or her own, Theogn.