ἡμίτομος

From LSJ
Revision as of 20:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίτομος Medium diacritics: ἡμίτομος Low diacritics: ημίτομος Capitals: ΗΜΙΤΟΜΟΣ
Transliteration A: hēmítomos Transliteration B: hēmitomos Transliteration C: imitomos Beta Code: h(mi/tomos

English (LSJ)

ον, (τέμνω)
A cut in two, ξύλα IG12.313.98; ἄντυξ Mosch.2.88.
2 of the moon, half-full, Theol. Ar.12.
II as substantive, ἡμίτομος, ὁ, a kind of cup, Pamphil. ap. Ath.11.470d.
2 ἡμίτομον, τό, half, Hdt.7.39, 9.37, Inscr.Délos 298A182 (iii B.C.), AP9.137; κύκλου Ael.NA15.4; ἡμίτομα ᾠῶν Alex.261.10: —also ἡμιτόμιον, τό, flat side of a half-bean, Dsc.2.105, v.l. in Luc. VH2.38.
b lozenge-shaped bandage = ἡμιρρόμβιον, Hp.Off.7, Gal. 18(2).732.

German (Pape)

[Seite 1170] halb durchgeschnitten, Mosch. 2, 88; – τὸ ἡμίτομον, die Hälfte, τοῦ π οδός Her. 9, 37; plur., 7, 39 u. Sp., wie Luc. Navig. 44. – Bei Medic. eine Art Verband, der auch ἡμιρόμβιον heißt. – Bei Ath. XI, 470 ist ὁ ἡμίτ. eine Art Becher.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
A. adj. à moitié coupé;
B. subst.
I. τὸ ἡμίτομον :
1 moitié;
2 sorte de bandage;
II.ἡμίτομος (κύλιξ) sorte de coupe.
Étymologie: ἡμι-, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίτομος: (ῐ) рассеченный пополам: τὸ νότιον τῆς γῆς ἡμίτομον Luc. северная половина земли.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίτομος: -ον, (τέμνω) κατὰ τὸ ἥμισυ τετμημένος κεκομμένος, διχοτομημένος, Μόσχ. 2.88. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡμίτομος, ὁ, εἶδος ποτηρίου, Πάμφ. παρ’ Ἀθην. 470D. 2). ἡμίτομον, τό, τὸ ἥμισυ, Ἡρόδ. 7. 39, 9. 37· ἡμίτομα ᾠῶν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10: - ὡσαύτως ἡμιτόμιον. β) εἶδος ἐπιδέσμου καλουμένου ἡμιρρόμβιον, ἐκ τοῦ σχήματος, διότι ὁμοιάζει πρὸς τὸ ἥμισυ ῥόμβου, Ἱππ. κατ’ ἰητρ. 742.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἡμίτομος, -ον)
νεοελλ.
(για βιβλία) ο μισός τόμος από μια σειρά τόμων ενός συγγράμματος ή και τμήμα μόνο ενός τόμου
αρχ.
1. (για τη σελήνη) ημισέληνος, μηνοειδής
2. το αρσ. ως ουσ.ἡμίτομος
είδος επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον
3. το αρσ. ως ουσ.ἡμίτομος
είδος ποτηριού
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμίτομον
το μισό
4. φρ. α) «ἡμίτομα ξύλα» — κορμοί ή χοντροί κλάδοι σχισμένοι στα δύο
β) «ἡμίτομος ἀρχή» — η αρχή που ασκείται από δύο άρχοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. από-τομος, ευθύ-τομος.].

Greek Monotonic

ἡμίτομος: -ον, (τέμνω),
I. κατά το ήμισυ τετμημένος, κομμένος στα δύο, σε Μόσχ.
II. ως ουσ., ἡμίτομον, τό, το μισό, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἡμίτομος, ον τέμνω
I. half cut through, cut in two, Mosch.
II. as substantive,