κυνόμυια
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ἡ, A v. κυνάμυια. II = ψύλλιον, Dsc.4.69.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. κυνάμυια.
Russian (Dvoretsky)
κῠνόμυια: ἡ Luc., Anth. = κυνάμυια.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόμυια: ἡ, ἴδε κυνάμυια.
Greek Monolingual
κυνόμυια, ἡ (Α)
1. κυνάμυια
2. το φυτό ψύλλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + μυῖα «μύγα» (πρβλ. χαλκό-μυια)].
Greek Monotonic
κῠνόμυια: ἡ = κυνάμυια, σε Ανθ., Λουκ.
Middle Liddell
κῠνό-μυια, ἡ, = κυνάμυια, Anth., Luc.]
German (Pape)
ἡ, Hundsfliege (s. oben κυνάμυια); Ael. H.A. 4.51, 6.37; Luc. Gall. 31 und andere Spätere; – ὦ γαστὴρ κυν. Ep.adesp. 107 (Plan. 1.9); Lucill. (XI.265).