ἀναδιδάσκω
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
A teach otherwise or teach better, ἀ. ὡς . . Hdt.4.95; τινά τι Luc.Pseudol. 13; simply, instruct, inform, Th.1.32, al., Ar.Pl.563, etc.:—Pass., to be better instructed, ὅτι . . Pl.Hp.Ma.301e; learn better things, change one's mind, Hdt.8.63 (dub.); learn anew or learn from the beginning, J. AJ 2.9.1.
II ἀναδιδάσκω δρᾶμα = produce play a second time, Vit.Aesch., Arg. 1 Ar.Ra., Philostr.VA6.11.
2 explain, ἓν οὐκ ἀναδιδάσκει σε τῶν λογίων Ar.Eq.1045.
Spanish (DGE)
I 1act. hacer ver claramente, convencer c. complet. de ὡς Hdt.4.95, y de ὅτι Pl.Hp.Ma.301e
•mostrar c. complet. de ὡς Th.1.32, de ὅτι Ar.Pl.563, c. interr. indir. PLond.239.21 (VI a.C.)
•explicar, hacer ver claramente c. doble ac. de pers. y de cosa ἓν οὐκ ἀναδιδάσκει σε τῶν λογίων no te explica una parte del oráculo Ar.Eq.1045
•enseñar, informar c. ac. de pers., Th.8.86, Aristid.Rh.2.529, c. ac. de cosa ταῦτα ... ἐν τοῖς ἔπεσιν Heph.Astr.3.30.8, c. ac. de pers. y περὶ c. gen. PCair.Isidor.62.24 (III a.C.), POxy.1163.5 (V a.C.).
2 en v. med. c. ac. de cosa aprender, instruirse en τέχνας I.AI 2.203
•abs. convencerse ταῦτα δὲ Θεμιστοκλέος λέγοντος ἀνεδιδάσκετο Εὐρυβιάδης Hdt.8.63.
II act.
1 volver a explicar c. complet. de ὡς Th.3.97
•enseñar de nuevo c. doble ac. de pers. y de cosa γέροντα ἄνδρα ... ἀναδιδάσκειν τὰ τοιαῦτα Luc.Pseudol.13.
2 presentar de nuevo (un drama) Ar.Ra.argumen.1, Philostr.VA 6.11.
German (Pape)
[Seite 186] (s. διδάσκω), 1) umlehren, eines Bessern belehren, Her. 4, 95; pass., 8, 63; Plat. Hipp. mai. 301 d; Ar. Plut. 563; bei Philostr. δρᾶμα, ein Drama von neuem u. verändert aufführen. Auch = simplex, Thuc. 3, 97. 8, 86 u. Sp. – 2) λόγια, auslegen, deuten, Ar. Equ. 1040.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναδιδάξω, ao. ἀνεδίδαξαν, pf. inus.
1 enseigner de nouveau ou mieux, faire mieux comprendre;
2 expliquer les choses successivement, les unes après les autres.
Étymologie: ἀνά, διδάσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναδῐδάσκω:
1 (лучше или по-новому) поучать (τινά Her., Thuc.): ταῦτα Θεμιστοκλέος λέγοντος ἀνεδιδάσκετο Her. эти слова Фемистокла переубедили (Эврибиада); νῦν παρὰ σοῦ ἀνεδιδάχθημεν, ὅτι … Plat. теперь мы узнали от тебя, что …;
2 подробно разбирать, объяснять (λόγιόν τινα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδῐδάσκω: (ἴδε διδάσκω), διδάσκω ἄλλως ἢ διὰ τρόπου καλλιτέρου, Λατ. dodocere, ἂν ὡς..., Ἡρόδ. 4. 95, πρβλ. Θουκ. 3. 97., 8. 86· ὡσαύτως ἁπλῶς = διδάσκω, ὁ αὐτ. 1. 32: - Παθ., διδάσκομαι καλλίτερα, μανθάνω, ὅτι ... Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301D: μανθάνω καλλίτερα πράγματα, μεταβάλλω γνώμην, ἀναπείθομαι, Ἡρόδ. 8. 63: μανθάνω ἐκ νέου ἢ ἐξ ἀρχῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 2. 9, 1. ΙΙ. ἀναδ. δρᾶμα, μεταβάλλω δρᾶμά τι καὶ τὸ παρουσιάζω ἐκ νέου ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Βλωμφ. προοίμ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. σελ. ΧΧΙΙ. 2) ἑρμηνεύω, ἐξηγῶ, λόγια ἀν. τινά, εἴς τινα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1045, κτλ., πρβλ. Πλοῦτ. τοῦ αὐτοῦ 563.
Greek Monolingual
(Α ἀναδιδάσκω)
διδάσκω εκ νέου, με διαφορετικό ή καλύτερο τρόπο
αρχ.-μσν.
διδάσκω, καθοδηγώ, πληροφορώ
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. ερμηνεύω, εξηγώ
2. φρ. «ἀναδιδάσκω δράμα», το παρουσιάζω εκ νέου στη σκηνή
ΙΙ. παθ.
1. διδάσκομαι, πληροφορούμαι καλύτερα κάτι
2. μεταπείθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + διδάσκω.
Greek Monotonic
ἀναδῐδάσκω: μέλ. -διδάξω,
I. διδάσκω με διαφορετικό τρόπο ή καλύτερα, Λατ. dedocore, σε Ηρόδ. — Παθ., διδάσκομαι καλύτερα, αλλάζω τη γνώμη μου, στον ίδ.
II. καθιστώ πασιφανές, σε Θουκ.· ερμηνεύω, εξηγώ, λόγια ἀν. τινά, τα εξηγώ, τα ερμηνεύω σε κάποιον, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[from ἀναδέω
I. to teach otherwise or better, Lat. dedocere, Hdt.:—Pass. to be better instructed, change one's mind, Hdt.
II. to show clearly, Thuc.: to expound, interpret, λόγια ἀν. τινά to expound them to one, Ar.