ἀταλαίπωρος

From LSJ
Revision as of 09:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰλαίπωρος Medium diacritics: ἀταλαίπωρος Low diacritics: αταλαίπωρος Capitals: ΑΤΑΛΑΙΠΩΡΟΣ
Transliteration A: atalaípōros Transliteration B: atalaipōros Transliteration C: atalaiporos Beta Code: a)talai/pwros

English (LSJ)

ἀταλαίπωρον,
A not painstaking, οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20. Adv. ἀταλαιπώρως, οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ ποίησις διέκειτο Ar.Fr.254; οὐκ ἀ. τινὰς χειροῦσθαι D.C.49.35; ἀ. διάγειν Ph.1.18; ἀ. ἀκούειν Simp.in Cael.143.16.
II of persons, not given to hard work, Hp.Aër.1; lazy, ἀνθρωπάρια Arr.Epict.1.29.55.
2 incapable of bearing fatigue, Prob. in Hp.Aër.21. Adv. ἀταλαιπώρως = without incurring fatigue, without making an effort, carelessly, indifferently, Id.Acut.33.
III of stagnant water, sluggish, Ruf. ap. Orib.5.3.1:—also ἀταλαιπώρητος, ον, Poll.4.28; easy, Sor.2.11. Adv. ἀταλαιπωρήτως Hsch. s.v. ἀνοίκτως, Sch.E.Hec.204.

Spanish (DGE)

(ἀτᾰλαίπωρος) -ον
I 1de abstr. no esforzado, negligente οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20, cf. Ph.1.1, ἀ. τῆς ἀληθείας ἀκοή Ael.Fr.136
de pers. que rehuye las fatigas, incapaz de esforzarse, indolente ἄνθρωποι Hp.Aër.1, cf. 21, Arr.Epict.1.29.55, 2.20.20, ὅσοι ... τρόπον ἀταλαίπωρον ζῶσι Hp.Prorrh.2.8
fig. de aguas estancadas inactivo, que no corre Ruf. en Orib.5.3.1.
II que no puede soportar el sufrimiento, desgraciado, de pers. mísero ἀταλαίπωροι μὲν οὖν ἑκάτεροι καὶ ἐλεεῖσθαι δίκαιοι ... ἀταλαίπωροι δὲ καὶ ἡμεῖς Gal.8.955.
III adv. ἀταλαιπώρως
1 negligentemente οὕτως αὐτοῖς ἀταλαιπώρωςποίησις διέκειτο Ar.Fr.265, οὕτως ἀταλαιπώρως ἔχουσι πρὸς τὴν ἀληθείας ζήτησιν Gal.1.97, τοῖς ἀ. ἀκούουσιν Simp.in Cael.143.16.
2 sin esfuerzo, con facilidad, sin fatigarse ἀρριγέως καὶ ἀθαλπέως καὶ ἀταλαιπώρως Hp.Acut.33, ἀταλαιπώρως κρατοῦσι τῆς πόλεως Memn.28.8, ἵνα ῥᾳδίως καὶ ἀταλαιπώρως τὸ δίκαιον ἡμῖν ἀποτέκωσιν Plu.2.964c, ἀπόνως καὶ ἀταλαιπώρως ... διάξουσιν Ph.1.18, οὐκ ἀταλαιπώρως ἐχειρώσατο D.C.49.35.1, τὰ πράγματα οὐκ ἀταλαιπώρως ἐχώρησεν εἰς τὸ βέλτιον D.C.Epit.9.7.5.

German (Pape)

[Seite 383] ohne Anstrengung, mühelos, nachlässig, οὕτως ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας, sie kümmern sich so wenig darum, Thuc. 1, 20, was Arr. 6, 11, 8 nachahmt. – Adv. ἀταλαιπώρως, διέκειτο ἡ ποίησις Ar. B. A. 457, ῥᾳθύμως, ὀλιγώρως erkl.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne cause aucun souci, indifférent : τινι à qqn.
Étymologie: , ταλαίπωρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀταλαίπωρος: не заботящийся, беспечный, равнодушный (τινος Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀταλαίπωρος: -ον, ὁ ἄνευ κόπου ἤ ὑπομονῆς, ἀδιάφορος, ἀμελής, οὕτως ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Θουκ. 1. 20· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., οὕτως αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ ποίησις διέκειτο Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 250. ΙΙ. ἀνίκανος νὰ ὑποφέρῃ κόπους καὶ ταλαιπωρίας, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280: ― Ἐπίρρ. -ρως Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389. Ὡσαύτως -πώρητος, ον Πολυδ. Δ΄, 28: ― Ἐπίρρ. -πωρήτως Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 204.

Greek Monolingual

ἀταλαίπωρος, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται χωρίς να καταβληθεί πολύς κόποςοὕτως ἀταλαίπωρος τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας», Θουκ.)
2. ο ανίκανος να υποφέρει ταλαιπωρίες και κόπους.

Greek Monotonic

ἀταλαίπωρος: -ον, αυτός που δεν έχει υπομονή, αυτός που δεν υποβάλλεται σε ταλαιπωρίες, αδιάφορος, απερίσκεπτος, σε Θουκ.

Middle Liddell


without pains or patience, indifferent, careless, Thuc.

English (Woodhouse)

taking no trouble

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)